Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Θέματα - XARHS

Σελίδες: [1]
1
Και κάτι για τον Αφροκεντρισμό ... Είναι βέβαια μεγάλο το κείμενο, αλλά το ποστάρω ως ένα ακόμη στοιχείο τεκμηρίωσης των θέσεων  του Πασχάλη ...  ;D

Ο αφροκεντρισμός και η παραποίηση της ελληνικής ιστορίας

Τον Φεβρουάριο του 1993 πραγματοποιήθηκε στο Κολλέγιο Wellesley της Μασσαχουσέττης μία ομιλία με θέμα τον πολιτισμό της αρχαίας Αιγύπτου. Ο ομιλητής Yosef A. A. ben Jochannan είχε παρουσιαστεί από τους υπεύθυνους της εκδήλωσης ως διακεκριμένος αιγυπτιολόγος. Στην ομιλία του ο Jochannan υπεστήριξε ούτε λίγο ούτε πολύ ότι οι αρχαίοι Έλληνες έκλεψαν τον πολιτισμό τους από την Αίγυπτο, ότι ο φιλόσοφος Αριστοτέλης μετέβη μαζί με τον Μέγα Αλέξανδρο στην Αλεξάνδρεια και τη Βιβλιοθήκη της, την οποία ο Αριστοτέλης λεηλάτησε για να συγγράψει τα έργα του.

Ιωάννης Κωτούλας, Ιστορικός M.Phil., υποψ. Διδάκτωρ της Ιστορίας της Τέχνης, Εθνικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Κατά την ώρα των ερωτήσεων η καθηγήτρια κλασικών σπουδών Mary Lefkowitz ρώτησε τον ομιλητή γιατί ισχυρίστηκε κάτι τέτοιο τη στιγμή που η Αλεξάνδρεια απέκτησε την περίφημη βιβλιοθήκη της μετά τον θάνατο του Αριστοτέλη και άλλωστε ο Έλληνας φιλόσοφος ουδέποτε πήγε στην Αίγυπτο. Ο Jochannan αρνήθηκε να απαντήσει, εγκαλώντας την Lefkowitz για εμπάθεια και αρνητική στάση απέναντι στις απόψεις του μαύρου πληθυσμού. Μετά τη διάλεξη πολλοί σπουδαστές κατηγόρησαν με τη σειρά τους τη Lefkowitz για ρατσισμό και μονομερή αντίληψη της ιστορίας. Τι συμβαίνει στα αμερικανικά πανεπιστήμια;

Ο αφροκεντρισμός αποτελεί μία ιδεολογική κίνηση με ιστορικές και πολιτικές προεκτάσεις, η οποία εξαπλώθηκε σε πολλά πανεπιστήμια της αντίπερα όχθης του Ατλαντικού ιδίως από τη δεκαετία του '90. Πρόκειται για ένα παρακλάδι του νέου ρεύματος της "πολιτικής ορθότητας" που σάρωσε την αμερικανική κοινωνία τα τελευταία δέκα έτη.

Ο βασικός πυρήνας των πεποιθήσεων του αφροκεντρισμού διαμορφώνεται ως εξής: Μητέρα του πολιτισμού - και ειδικότερα του Δυτικού - είναι η ήπειρος της Αφρικής και φορείς του πολιτισμού τα μαύρα αφρικανικά έθνη. Στην Αφρική είχαν αναπτυχθεί υψηλού επιπέδου κοινωνίες, πολύ προτού καταφέρουν να εμφανιστούν στο ιστορικό προσκήνιο τα λευκά έθνη. Η αρχαία Αίγυπτος ήταν η κορωνίδα του μαύρου πολιτισμού και οι ίδιοι οι Αιγύπτιοι ήταν μαύροι (Νέγροι) από ανθρωπολογικής απόψεως.

Ο αφρικανικός πολιτισμός της Αιγύπτου επηρέασε καταλυτικά τον ελληνικό κόσμο και τη γένεση του κλασικού πολιτισμού, αφού οι αρχαίοι Έλληνες μάλλον έκλεψαν τη θρησκεία, την επιστήμη, τη φιλοσοφία, τα καλλιτεχνικά και διανοητικά τους επιτεύγματα, από τους Αιγυπτίους αλλά και τους Χαναανίτες και τους Φοίνικες. Επιφανείς μορφές όπως ο Σωκράτης, η Κλεοπάτρα ή ο Ιησούς Χριστός, ήταν μαύροι. Αλλά και στη νεότερη εποχή μαύροι ήταν ο επιφανής μουσικός Ludwig van Beethoven και η αυτοκράτειρα Ιωσηφίνα της Αυστρίας. Εν γένει, ολόκληρος ο δυτικός πολιτισμός ή τουλάχιστον οι ευγενέστερες εκφάνσεις του, οφείλονται στους μαύρους πληθυσμούς της Αφρικής. Όσο εξωπραγματικά και αν ακούγονται όλα αυτά, πολλά μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας και λοιπών εκπαιδευτικών βαθμίδων στις ΗΠΑ, τα έχουν υιοθετήσει πλήρως και τα έχουν συμπεριλάβει στο πρόγραμμα διδασκαλίας τους.

Πέρα όμως από τον βασικό πυρήνα των διδασκαλιών του ο αφροκεντρισμός φθάνει και σε ακόμη πιο ακραίες και ανιστόρητες θέσεις. Ο Jochannan ισχυρίζεται ότι ο Πλάτωνας άντλησε τις φιλοσοφικές του απόψεις από το αιγυπτιακό ιερατείο, που είχε αναπτύξει ένα ολοκληρωμένο σύστημα ιδεών. Στην πραγματικότητα ο Πλάτων δεν επισκέφθηκε ποτέ την Αίγυπτο και η σχετική λογοτεχνία για την ελληνο-αιγυπτιακή φιλοσοφία υπό τον Ερμή τον Τρισμέγιστο, αναπτύχθηκε τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, πεντακόσια έτη μετά τον θάνατο του Πλάτωνα. Ο Jochannan αναφέρει επίσης, όπως είδαμε στην αρχή, ότι ο Αριστοτέλης μετέβη στην Αίγυπτο, όπου και μελέτησε πολυάριθμα αιγυπτιακά έγγραφα στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Αυτά τα συγγράμματα τα μετέφρασε στα ελληνικά και τα εξέδωσε ως δικά του. Μία μικρή λεπτομέρεια που αγνοεί ο συγγραφέας είναι ότι η Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας ξεκίνησε να κτίζεται την περίοδο 300-290 π.Χ. από τον Πτολεμαίο τον Λάγου, αρκετά μετά τον θάνατο του Αριστοτέλη (322). Ο Σταγειρίτης άλλωστε ουδέποτε μετέβη στην Αίγυπτο.

Ο Cheikh Anta Diop στο βιβλίο του Πολιτισμός ή βαρβαρότητα: Μία αυθεντική ανθρωπολογία (Civilization or Barbarism: An Authentic Anthropology) υποστηρίζει ότι και ο εφευρέτης Αρχιμήδης έκλεψε (η λέξη κλοπή χρησιμοποιείται συχνότατα από τους αφροκεντριστές) τις μαθηματικές του διατυπώσεις από τους Αιγυπτίους. Άλλοι αφροκεντριστές συγγραφείς μας διαβεβαιώνουν ότι η ανακάλυψη της Αμερικής οφείλεται στους Αφρικανούς, οι οποίοι είχαν φθάσει στην ήπειρο πριν από τον Κολόμβο σηματοδοτώντας την έναρξη των πολιτισμών της Μεσοαμερικής. Ή ακόμη ότι η μελανίνη - η ουσία δηλαδή εκείνη που με τη διαβάθμισή της καθορίζει το χρώμα του δέρματος - καθιστά τους μαύρους ανώτερους, πνευματικά και σωματικά, από τους λευκούς. Ο αφροκεντρισμός, επομένως, προσεγγίζει ενίοτε αμιγώς ρατσιστικές διατυπώσεις, για τις οποίες μάλιστα κατηγορεί συχνά την άλλη πλευρά.

Η συγγραφέας Francis Welsing έχει διατυπώσει το μανιχαϊστικό πολιτιστικό σχήμα που διακρίνει την ανθρωπότητα σε δύο ευρείες κατηγορίες: τους Ανθρώπους του Ηλίου (Sun People) και τους Ανθρώπους του Πάγου (Ice People). Οι πρώτοι είναι φυσικά οι μαύροι, οι οποίοι διαθέτουν ήρεμο και πολιτισμένο χαρακτήρα, έχουν δε ιδιαίτερα ανεπτυγμένο το αίσθημα της κοινότητας. Οι Άνθρωποι του Πάγου, η λευκή φυλή, διατηρούν ακόμη τη νοοτροπία των ανθρώπων των σπηλαίων. Έχουν την τάση να είναι επεκτατικοί, να διαχωρίζουν τον κόσμο, να εγκαθιδρύουν πατριαρχικά συστήματα και να εισάγουν το αίσθημα του ατομισμού και της στενής ομάδας συμφερόντων. Οι υπερβολές του αφροκεντρισμού είναι πράγματι πολλές και διαφορετικές, όμως θα ήταν σκοπιμότερο να εξετάσουμε τις συνθήκες εκείνες που οδήγησαν στη δημιουργία ενός τέτοιου συνόλου απόψεων.

Προέλευση και ιστορική καταγωγή του αφροκεντρισμού

Ο αφροκεντρισμός εμφανίστηκε με πιο συγκεκριμένη και μαζική μορφή κατά τη δεκαετία του 1990 στις Ηνωμένες Πολιτείες. Την περίοδο αυτή η αμερικανική κοινωνία -ήδη ένα μείγμα λευκών αγγλοσαξόνων, μαύρων, ισπανόφωνων και πολυάριθμων εθνικών και θρησκευτικών ή άλλων ομάδων- προσανατολίστηκε έντεχνα προς την ιδέα της πολυπολιτισμικότητας (multiculturalism). Με το πρόσχημα της δημοκρατικής εξίσωσης όλων των πληθυσμιακών ομάδων και μειονοτήτων, ανεφάνη η αντίληψη της σχετικότητας και υποκειμενικότητας των ιστορικών διατυπώσεων. Πλέον δεν υπήρχε μία αλήθεια αλλά απλώς υποκειμενικές δηλώσεις, δεν υπήρχε ιστορία αλλά ένα σύνολο αφηγήσεων. Κάθε πληθυσμιακή ομάδα και μειονότητα μπορούσε (και έπρεπε) να κατασκευάσει το δικό της ιστορικό παρελθόν. Με αυτόν τον τρόπο θα αποκτούσε αυτογνωσία και θα διατηρούσε τον διακριτό της χαρακτήρα.

Απέναντι στη συνεχώς ογκουμένη πολιτική ορθότητα η ιστορική ορθότητα παραμερίστηκε σκόπιμα. Αληθινό πλέον μπορούσε να είναι μόνον ό,τι δεν μείωνε τον ιδιαίτερο εγωισμό αυτών των ομάδων ή δεν έθιγε τις αυτόβουλα δομημένες ιστορικές και πολιτικές απόψεις τους. Οργανωμένες σε ομάδες πολιτικών συμφερόντων (lobby) αυτές οι ομάδες επεδίωξαν να προσαρμόσουν τα ιστορικά δεδομένα στις όποιες προτιμήσεις τους. Οι ομάδες των μαύρων, των φεμινιστριών και των ομοφυλοφίλων διεκδίκησαν την αναθεώρηση της ιστορίας, ώστε να διευκολυνθεί η καθιέρωση των δογματικών και προδιαμορφωμένων απόψεών τους.

Οι κλασικές σπουδές της αρχαιογνωσίας και της ελληνομάθειας υποχώρησαν αισθητά, καθώς αντικαταστάθηκαν σε πολλά πανεπιστήμια και άλλα ιδρύματα από μελέτες των μειονοτήτων, του φύλου και της σεξουαλικής ταυτότητας (minority group, feminist, gender and gay studies). Ειδικά όσον αφορά τον αφροκεντρισμό, ας σημειωθεί ότι σε πολλά σχολεία και πανεπιστήμια αντικαταστάθηκε η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής ιστορίας και γλώσσας από μυθιστορίες και παραδόσεις των ιθαγενών λαών της Αφρικής. Ήταν μέσα σε ένα τέτοιο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο ιδεοληψιών, που η υπεράσπιση με ιστορικά τεκμήρια της ελληνικότητας της Μακεδονίας φάνταζε σε ένα τμήμα της αμερικανικής κοινής γνώμης ως εγωιστική απόπειρα αποκλεισμού της σκοπιανής οπτικής.

Ήδη πριν από τη δεκαετία του '90 υπήρχαν παραφιλολογικές μελέτες που κινούνταν στο περιθώριο της επιστημονικής έρευνας και στις οποίες διατυπώνονταν οι απόψεις των αφροκεντριστών. Εκείνη την περίοδο, όμως, οι μελέτες αυτού του είδους κατατάσσονταν στην ίδια κατηγορία με βιβλία που υποστήριζαν ότι η Γη είναι επίπεδη. Αν θέλουμε να αναζητήσουμε τις ρίζες του αφροκεντρισμού, θα πρέπει να ανατρέξουμε στον 19ο αιώνα. Μετά τον Αμερικανικό Εμφύλιο (1861-1865) επιτάθηκε το κίνημα κατά της δουλείας των μαύρων, που ουσιαστικά απέβλεπε να πλήξει πολιτικά και οικονομικά τις περιοχές του Νότου. Την περίοδο αυτή, αλλά και λίγο νωρίτερα, ακούστηκαν για πρώτη φορά απόψεις για την αφρικανική υφή και καταγωγή του αιγυπτιακού πολιτισμού. Ο συγγραφέας Frederick Douglas (1817-1895) υποστήριζε ότι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι ήταν κανονικοί μαύροι: «Μία άλλη ατυχής συγκυρία είναι πως οι αρχαίοι Αιγύπτιοι δεν ήταν λευκοί, αλλά αναμφίβολα τόσο μαύροι όσο πολλοί συμπατριώτες μας που θεωρούνται γνήσιοι νέγροι».

Παρόμοιες ήταν οι απόψεις του Edward Wilmot Blyden (1832-1912), που είχε μελετήσει την κλασική γραμματεία αλλά διετήρησε την οπτική γωνία ενός Αφρικανού. Αφού μετέβη στην Αίγυπτο το 1866, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Πυραμίδες δεν θα μπορούσαν παρά να είναι έργο των μαύρων Αφρικανών: «Αυτό, σκέφτηκα, είναι έργο των προγόνων μου Αφρικανών. Νόμιζα πως άκουγα τον ήχο των ένδοξων εκείνων Αφρικανών, λες και ένιωθα την ορμή των ανήσυχων πνευμάτων τους που έστειλαν στην Ελλάδα τον πολιτισμό. Αν μπορούσε η φωνή μου να φτάσει σε κάθε Αφρικανό πάνω στη γη, θα του έλεγα με κάθε ειλικρίνεια....Πάρε πίσω τη δόξα σου!».

Η πεποίθηση ότι ο αιγυπτιακός πολιτισμός ήταν μαύρος συνεχίστηκε με τον ερασιτέχνη ιστορικό W.E.B. du Bois (1868-1963), αλλά και με τα αφρικανικής καταγωγής μέλη των Αμερικανών ελευθεροτεκτόνων. Διασώθηκε κατ'αυτόν τον τρόπο μία ουτοπική αντίληψη για την αρχαία Αίγυπτο, όπου ο μαύρος πληθυσμός μεγαλουργούσε στην επιστήμη, τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία. Οι ίδιες απόψεις διακρίνονται στο έργο του Marcus Mosya Garvey (1887-1940), μαύρου ακτιβιστή και επικεφαλής παραπολιτικών οργανώσεων της μαύρης κοινότητας της Αμερικής. Ο Garvey επεδίωκε να χρησιμοποιήσει επιχειρήματα ιστορικής υφής για σκοπούς καθαρά πολιτικού περιεχομένου.

Πιστεύοντας ότι η μαύρη φυλή είναι καταφανώς ανώτερη από τη λευκή, θεώρησε ότι οι λευκοί Έλληνες και Ρωμαίοι έκλεψαν τον πολιτισμό τους από την Αίγυπτο. Στο δοκίμιό του Ποιος και τι είναι ο Νέγρος; (Who and What is a Negro ? - 1923) γράφει τα εξής: «Κάθε αμερόληπτος σπουδαστής ιστορίας γνωρίζει ότι ο Νέγρος κυβερνούσε τον κόσμο όταν οι λευκοί ήταν άγριοι και βάρβαροι που ζούσαν σε σπηλιές• πως στα αρχαία χρόνια χιλιάδες Νέγροι καθηγητές δίδασκαν στα πανεπιστήμια της Αλεξάνδρειας, που τότε ήταν το κέντρο της γνώσης• πως η αρχαία Αίγυπτος έδωσε στον κόσμο τον πολιτισμό, ενώ η Ελλάδα και η Ρώμη έκλεψαν από την Αίγυπτο τις τέχνες και τα γράμματα και πήραν αυτές όλη τη δόξα».

Οι πρώιμοι αυτοί αφροκεντριστές συγγραφείς προέτρεπαν επανειλημμένα μέσα από τα γραπτά τους τους αναγνώστες να απορρίπτουν ανεξέταστα όσα υποστήριζαν οι λευκοί ιστορικοί, σε μία σαφή εκδήλωση φυλετικής μισαλλοδοξίας. Απευθυνόμενος στους αναγνώστες του ο Garvey αναφέρει σχετικά: «Το σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα κρύβει την αλήθεια για τους Νέγρους [....] Θα διαβάσετε, λόγου χάρη, πως οι Αιγύπτιοι ήταν σπουδαίος λαός, το ίδιο και οι Καρχηδόνιοι, οι Λίβυοι κ.ά., ποτέ όμως δεν θα σας πουν πως ήταν μαύροι ή Νέγροι. Θα πρέπει λοιπόν να πάτε πέρα από την απλή καταγραφή αυτών των γεγονότων, για να ανακαλύψετε την αλήθεια που τιμά τη φυλή σας».

Η οικειοποίηση αξιόλογων αρχαίων πολιτισμών, όπως των Αιγυπτίων ή των Καρχηδονίων, αφορά μία πολιτική ανάγνωση της ιστορίας και μία ιδεολογική κατάχρηση των επιστημονικών δεδομένων. Και τότε, όπως και τώρα, τα διάφορα προβαλλόμενα επιχειρήματα ήταν κατ' ουσίαν πολιτικής σκοπιμότητας. Τον 19ο αιώνα και μέχρι την πλήρη χειραφέτηση του μαύρου πληθυσμού της Αμερικής, έπρεπε να καταδειχθεί η πολιτιστική δημιουργικότητα των μαύρων πολιτών. Σήμερα, στα πλαίσια μίας αυθαίρετα ερμηνευμένης πολυπολιτισμικότητας, πρέπει να προβάλλεται η καταλυτική συμβολή τους στη γένεση του δυτικού πολιτισμού. Σύμφωνα με μία εμπεριστατωμένη μελέτη του αφροκεντρισμού «οι σωβινιστές ιστορικοί [της Αφρικής] το θεωρούν επιτακτικό να καταστρέψουν τις απόψεις που δημιούργησε η Δυτική ιστοριογραφία [....] Η αιγυπτιακή ιστορία μπορεί να αποκληθεί αφρικανική με μία φυλετική αίσθηση, εάν κανείς υποθέσει ότι αίμα Νέγρων κυλούσε ελεύθερα στις φλέβες των αρχαίων Αιγυπτίων» (John Markakis, Pan-Africanism: The Idea and the Movement, Ph. D. Dissertation, Columbia University 1965).

Μετά τους Αφρικανούς συγγραφείς που ανέπτυσσαν τον αφροκεντρισμό τους ως αντίδραση στο σύστημα της αποικιοκρατίας, ο σύνδεσμος με την πρόσφατη επανεμφάνιση του ιδεολογήματος είναι το βιβλίο Κλεμμένη κληρονομιά (Stolen Legacy -1954) του George James. O James ήταν καθηγητής των αρχαίων ελληνικών στη μέση εκπαίδευση. Σε μία αρκετά παρακινδυνευμένη δήλωση ανέφερε ότι «ο όρος ελληνική φιλοσοφία καταρχήν είναι λανθασμένος, γιατί τέτοια φιλοσοφία δεν υπάρχει. Οι Έλληνες δεν είχαν την έμφυτη ικανότητα που είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη της φιλοσοφίας. Την ελληνική φιλοσοφία δεν την επινόησαν οι Έλληνες αλλά οι Μαύροι της Βόρειας Αφρικής, δηλαδή οι Αιγύπτιοι». Ο James αντιπαρέρχεται τον σκόπελο της έλλειψης οιωνδήποτε αποδεικτικών στοιχείων με την υιοθέτηση της άποψης ότι υφίσταται μία λευκή ευρωπαϊκή συνωμοσία από την αρχαιότητα έως και σήμερα, για να συγκαλύψει την προσφορά της μαύρης φυλής στον πολιτισμό.

Τα επιχειρήματα αυτά επανεμφανίστηκαν αναπλασμένα στα τέλη της δεκαετίας του προκαλώντας πολλές συζητήσεις και εγείροντας για πρώτη φορά την αντίδραση αρκετών καταξιωμένων επιστημόνων. Αυτό συνέβη με ένα ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο βιβλίο, τη Μαύρη Αθηνά.

Συνεχίζεται...

2
Μιας και δεν μπορώ να συνεχίσω στο νήμα που ξεκίνησε ο Πασχάλης - Παραχάραξη της ιστορίας – ποστάρω το θέμα αυτό εδώ, αν και θα ταίριαζε καλύτερα στην θεματολογία που προανέφερα…  :)

Μα Πασχάλη μου, η ακαδημαϊκή κοινότητα, τούτα τουλάχιστο τα παραμυθία τα έχει λύση προ πολλού – για άλλα παρόμοια βρίσκετε σε πολύ καλό δρόμο – απλά κάποιοι αρέσκονται στο να σφυρίζουν αδιάφορα και να εμμένουν σε μια μυθική παράσταση της ιστορίας ώστε να επιβεβαιώνονται οι ιδεοληψίες που κάποιοι τους έχουν φυτέψει στα μυαλά... >:(   

Η ΔΗΘΕΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

Το σπουδαιότερο ζήτημα που έχουμε να εξετάσουμε αναφορικά με την Ελληνική Φιλοσοφία, είναι να μάθουμε, ποια ήταν η φύση και η έκταση της ασκηθείσης επίδρασης στο ελληνικό πνεύμα απ’ αυτό που κάποιοι ονομάζουν Ανατολική Σοφία. Είναι μία ιδέα διαδεδομένη ακόμα και σήμερα, ότι δηλαδή οι Έλληνες πήραν την Φιλοσοφία τους κατά κάποιο μέτρο από την Αίγυπτο και την Βαβυλώνα και πρέπει κατά συνέπεια, να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε όσο είναι δυνατόν καθαρά την πραγματική σημασία αυτής της βεβαίωσης. Και για ν’ αρχίσουμε, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι κανένας συγγραφέας της εποχής κατά την οποία άνθισε η Ελληνική Φιλοσοφία δεν λέει ότι αυτή ήρθε από την Ανατολή. Ο Ηρόδοτος δεν θα παρέλειπε να αναφέρει αυτό το γεγονός αν είχε ακούσει να μιλούν γι’ αυτό, γιατί θα εύρισκε βεβαίωση της δικής του πίστης στην αιγυπτικιακή προέλευση της Θρησκείας και εν γένει του ελληνικού πολιτισμού. (1) Ο Πλάτων που, για άλλους λόγους, έτρεφε ένα πολύ μεγάλο σεβασμό για τους Αιγυπτίους, δινει καθαρά να καταλάβουμε πως αυτοί ήταν ένας πρακτικός λαός μάλλον παρά φιλόσοφος, ότι το θυμοειδές είναι χαρακτηριστικά των Θρακών και των Σκύθων και ότι το φιλομαθές εκείνο των Ελλήνων, και λέει ότι βρίσκουμε το φιλοχρήματον στην Φοινίκη και την Αίγυπτο. Στους “Νόμους” όπου οι Αιγύτιοι επαινούνται τόσο ζωηρά για τον συντηρητισμό τους στην τέχνη, (747 β, 6) λέει ότι οι σπουδές των Μαθηματικών δεν έχουν αξία παρά αν απομακρύνουμε όλη την ανελευθερία και όλη την φιλοχρηματία από τις ψυχές των φοιτητών. Διαφορετικά, δημιουργούμε πανουργία αντί για σοφία, όπως μπορούμε να το δούμε απ’ το παράδειγμα των Φοινίκων, των Αιγυπτίων και πολλών άλλων λαών.   

Ο Αριστοτέλης λέει ότι τα Μαθηματικά γεννήθηκαν στην Αίγυπτο (παρά το ότι η Ροδιακή Παράδοση ισχυρίζεται ότι τα εδίδαξε στους Αγύπτιους ο Έλλην Ακτίς) αν και τούτο θα χρησίμευε περισσότερο στον συλλογισμό του ν’ αναφέρει μια αιγυπτιακή φιλοσοφία. Δεν ήξερε λοιπόν τίποτε. Μόνον σε μία πολύ μεταγενέστερη χρονολογία, όταν οι Αιγύπτιοι ιερείς και οι Εβραίοι της Αλεξάνδρειας προσπαθούν, για τους δικούς τους λόγους, ν’ ανακαλύψουν στο δικό τους παρελθόν τις πηγές της Ελληνικής Φιλοσοφίας, βρίσκουμε δηλώσεις ακριβείς για ν’ αποδείξουν τάχα το ότι ήρθε αυτή στην Ελλάδα απ’ την Φοινίκη ή την Αίγυπτο. Ωστόσο εδώ πρέπει να σημειώσουμε δύο πράγματα. Πρώτα, η λέξη “Φιλοσοφία” έχει έλθει, εκείνη την εποχή, για να εγκλείσει μία θεολογία ενός τύπου λίγο ή πολύ μυστικού, και εφαρμοζόταν μάλιστα σε ποικίλες μορφές ασκητισμού. Δεύτερον, ό,τι ονομάζουν οι Αιγύπτιοι και Εβραίοι «αιγυπτιακή φιλοσοφία» δεν ήταν παρά το ελληνιστικό αποτέλεσμα της μετάπλασης αρχαίων αιγυπτιακών μύθων σε αλληγορίες. Είμαστε ακόμα σε μέτρο να κρίνουμε την ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης που έκανε ο Φίλων και μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι οι Αιγύπτιοι αλληγοριστές ήταν ακόμα πιο αυθαίρετοι, γιατί δουλεύαν σε υλικό πολύ περισσότερο ευνοϊκό. Τίποτα δεν μπορεί να είναι τόσο χοντροκομμένο όσο ο αλεξανδρινός μύθος της Ίσιδας και του Όσιρι. Ωστόσο ερμηνεύεται πρώτα σύμφωνα με τις ιδέες της μεταγενέστερης Ελληνικής Φιλοσοφίας και ύστερα δηλώνεται σαν η υποτιθέμενη αρχική πηγή αυτής της «αιγυπτιακής» «φιλοσοφίας».   

Μπορούμε να πούμε πως αυτή η μέθοδος ερμηνείας έφτασε το κορυφαίο σημείο στο νεο-πυθαγόρειο Νουμήνιο, από τον οποίο πέρασε στους χριστιανούς απολογητές. Είναι ο Νουμήνιος αυτός που ρωτά τι είναι ο Πλάτων “αν όχι ένας αττικίζων Μωϋσής”. Φαίνεται πιθανό, πράγματι ότι λέγοντας αυτό σκεφτόταν, ωρισμένες ομοιότητες ανάμεσα στους “Νόμους” του Πλάτωνα και στον «Λεβιτικό Κώδικα», ομοιότητες οφειλόμενες απλώς στο γεγονός ότι ωρισμένες νόμιμες πρωτογονικές ιδέες είναι εκπεφρασμένες και στο μεν όπως και στον δε κατά έναν ανάλογο της αντίστοιχης εθνικής παράδοσης τρόπο αλλά σ’ όλες τις περιπτώσεις ο Κλήμης και ο Ευσέβιος δίνουν σ’ αυτή την παρατήρηση μία αυθαίρετη προέκταση. Στην Αναγέννηση, αυτή η παράλογη σύγχυση ξαναγεννήθηκε μ’ όλη την υπόλοιπη αρχαία γραμματεία και ωρισμένες ιδέες που προήλθαν από το Proeparatio Evangelica, συνέχισαν για πολύ καιρό να προσδίνουν ένα επίχρισμα υποτιθέμενης αλήθειας στις κρατούσες απόψεις πάνω σ’ αυτό το σημείο. Ο ίδιος ο Cudworth μιλάει μ’ ευαρέσκεια για την Αρχαία.. «Μοσχική» ή.. «Μωσαϊκή» «Φιλοσοφία», που διδάσκονταν από τον Θαλή και απ’ τον Πυθαγόρα. (2) Είναι σπουδαίο ν’ αντιληφθούμε αυτή την προκατάληψη, ακριβώς την τόσο βαθειά ριζωμένη, ενάντια στην πρωτοτυπία των Ελλήνων. Δεν έχει την πηγή της στις νεώτερες έρευνες για τις πίστεις των αρχαίων εθνών, γιατί αυτές οι έρευνες δεν έφεραν απολύτως τίποτε στο φως, που ν’ αποδεικνύει την ύπαρξη μιάς φοινικικής ή αιγυπτιακής «Φιλοσοφίας». Είναι απλούστατα ένα κατάλοιπο του υπερβολικού πάθους των Αλεξανδρινών για την θεολογική αλληγορία.   

Φυσικά, κανένας δεν θα στηριζόταν σήμερα στον Κλήμη ή τον Ευσέβιο για να υποστηρίξει ότι η Ελληνική Φιλοσοφία είχε τάχα.. Ανατολική προέλευση. Το επιχείρημα που οι νεώτεροι προτιμούν να επικαλούνται πάνω σ’ αυτή την άποψη, είναι η αναλογία των τεχνών και της θρησκείας. Βλέπουμε ολοένα και περισσότερο, λένε, ότι οι Έλληνες πήραν από την Ανατολή την τέχνη τους και πολλές από τις θρησκευτικές τους ιδέες και προφασίζονται ότι από εκεί προέρχεται επίσης, κατά πάσα πιθανότητα και η Φιλοσοφία τους. Ο συλλογισμός αυτός είναι ίσως ειδικός, αλλά δεν είναι καθόλου αποδεικτικός. Γιατί δεν λαμβάνει υπ’ όψη τον διαφορετικό ουσιαστικό τρόπο με τον οποίο αυτά τα πράγματα μεταδίδονται από έθνος σε έθνος. Ο υλικός πολιτισμός και οι τέχνες μπορούν να περάσουν εύκολα από ένα έθνος στο άλλο χωρίς τα έθνη αυτά να έχουν μία κοινή γλώσσα και ωρισμένες ιδέες, θρησκευτικές, απλές, μπορούν να μεταδοθούν καλύτερα με το τυπικό παρά μέσω οποιουδήποτε άλλου δρόμου. Αντίθετα, η Φιλοσοφία δεν μπορούσε να εκφρασθεί διαφορετικά παρά μέσα από μιαν εξαιρετικά καλλιεργημένη στις αφαιρέσες γλώσσα, και να μεταδοθεί από μορφωμένους ανθρώπους, είτε με το μέσο των βιβλίων, είτε με την προφορική διδασκαλία. Συνεπώς, δεν γνωρίζουμε κανέναν Έλληνα, στην εποχή με την οποία ασχολούμαστε, που να γνώριζε αρκετά κάποια ανατολική γλώσσα για να διαβάσει ένα αιγυπτιακό βιβλίο ή ακόμα ν’ ακούσει τον λόγο ενός αιγύπτιου ιερέα, και μόνον σε μία χρονολογία πολύ μεταγενέστερη, ακούμε να μιλούν για δασκάλους ανατολίτες που γράφουν και μιλούν τα Ελληνικά. Οι Έλληνες ταξιδιώτες στην Αίγυπτο συνέλεξαν εκεί χωρίς καμμία αμφιβολία μερικές λέξεις αιγυπτιακές και είναι βέβαιο ότι οι ιερείς μπορούσαν να κατανοηθούν από τους Έλληνες με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Ήταν ικανοί να επιπλήξουν την Εκάτη για την οικογενειακή της περηφάνεια και ο Πλάτων αφηγείται μια ιστορία του ίδιου είδους στην αρχή στον Τίμαιο. Αλλά αναγκάσθηκαν να χρησιμοποιήσουν διερμηνείς και είναι αδύνατο να συλλάβουμε πώς οι υψηλές φιλοσοφικές ιδέες θα μεταδίδονταν μέσω απλώς διερμηνέων δίχως υψηλή μόρφωση. (3)   

Αλλά, αλήθεια, δεν αξίζει τον κόπο ν’ αναρωτηθούμε αν η μετάδοση φιλοσοφικών ιδεών ήταν δυνατή ή όχι, εφόσον δεν έχει καθορισθεί ότι ο ένας ή ο άλλος απ’ αυτούς τους λαούς, είχε ν’ ανακοινώσει μία Φιλοσοφία. Τίποτα το παρόμοιο δεν ανακαλύφθηκε έως εδώ και όπως ξέρουμε, οι Ινδοί ήσαν ο μόνος λαός, πλάϊ στους Έλληνες, που είχαν ποτέ κάτι στοιχειωδώς άξιο αυτού του ονόματος. Πασιφανώς, κανένας δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι η Ελληνική Φιλοσοφία ήλθε από την Ινδία και πραγματικά όλα μας κάνουν να πιστέψουμε ότι είναι αντιθέτως η «Ινδική Φιλοσοφία» εκείνη που ήλθε από την Ελλάδα. Η σαφής χρονολόγηση της σανσκριτικής λογοτεχνίας είναι βεβαίως πράγμα εξαιρετικά δύσκολο. Αλλά από όσο μπορούμε να κρίνουμε, τα μεγάλα ινδικά συστήματα είναι πολύ μεταγενέστερα από την Ελληνική Φιλοσοφία και δη τις επιμέρους σχολές της με τις οποίες μοιάζουν περισσότερο αυτά τα συστήματα. Φυσικά, ο μυστικισμός των Ουπανισάδων και του Βουδισμού βγήκαν από την Ινδία και έχουν βαθιά επηρεάσει την Φιλοσοφία, αλλά δεν ήσαν ωστόσο «φιλοσοφίες» με την ακριβή έννοια που έχει η Ελληνική αυτή λέξη.   

G. Burnet   
 
Σημειώσεις.   

1. Όλα όσα λέει, είναι ότι η λατρεία του Διονύσου και η θεωρία της μετανάστευσης ήρθαν από την Αίγυπτο. Γνωρίζουμε σήμαρα ότι οι βεβαιώσεις αυτές είναι ανακριβείς τόσο η μία όσο και η άλλη. Αλλά ακόμα και στην αντίθετη περίπτωση, αυτό δεν θα μπορούσε να υπονοεί καμμία άμεση συνέπεια για την Φιλοσοφία.   

2. Ο Στράβων (XVI σ. 757) μας πληροφορεί ότι ήταν ο Ποσειδώνιος αυτός που εισήγαγε τον Μόσχο της Σιδώνος στην Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας. Σε αυτόν, ο Ποσειδώνιος αποδίδει απλώς την ατομική θεωρία, αλλά η ταύτιση του Μόσχου με τον.. Μωϋσή είναι ένα πιο πρόσφατο τέχνασμα. Ο Φίλων της Βύβλου, δημοσίευσε την δήθεν μετάφραση μιας παλιάς φοινικικής ιστορίας, του «Σανσουνιάθων», που χρησιμοποιήθηκε από τον Πορφύριο και, αργότερα από τον Ευσέβιο. Πώς έγινε αυτό γνωστό στην συνέχεια, το βλέπουμε από τον λόγο του ξένου στο Le Vicaire de Wakefield, κεφ. XIV.   

3. Η “ιθαγενής” του Comperz («Έλληνες Φιλόσοφοι»), που συζητεί την σοφία του λαού της με τον Έλληνα άρχοντά της, δεν μας πείθει. Δίδασκε χωρίς αμφιβολία στις υπηρέτριές της τις ιεροτελεστίες των ξένων θεαινών, αλλά δεν είναι πιθανόν να μιλούσε για Θεολογία με τον άνδρα της και ακόμα λιγώτερο για Φιλοσοφία ή Επιστήμη. Η χρήση της βαβυλωνιακής ως τάχα διεθνούς γλώσσας, μαρτυρεί ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν κάτι για την βαβυλωνιακή αστρονομία αλλά δεν εξηγεί καθόλου το πώς οι Έλληνες μπορούσαν να επικοινωνήσουν με τους Αιγυπτίους. Είναι φανερό ότι οι Έλληνες δεν γνώριζαν τίποτα γι’ αυτή την υποτιθέμενη διεθνή γλώσσα, γιατί αν την γνώριζαν τότε θα είχαν γράψει και μιλήσει για αυτήν, όπως και για τόσα άλλα, με το γνωστό τους ενδιαφέρον. 

Και για όσους διερωτώνται ποιος είναι αυτός ο G. Burnet  ;) 

John Burnet (December 9, 1863 – May 26, 1928) was a Scottish classicist, educated at the University of Edinburgh and Balliol College, Oxford, receiving his M.A. degree in 1887. From 1890 to 1915, he was a Fellow at Merton College, Oxford; he was a professor of Latin at Edinburgh; from 1892 to 1926, he was Professor of Greek at the University of St. Andrews. He became a Fellow of the British Academy in 1916. In 1909, Burnet was offered, but did not accept, the Chair of Greek at Harvard University.

In 1894, he married daughter of John Farmer Mary Farmer, who wrote the Preface for a collection of essays published after his death, Essays and Addresses.

Burnet is best known for his work on Plato, particularly his argument that the depiction of Socrates in all of Plato's dialogues is historically accurate, and that the philosophical views peculiar to Plato himself are to be found only in the so-called late dialogues. Burnet also maintained that Socrates was closely connected to the early Greek philosophical tradition, now generally known as Pre-Socratic philosophy; Burnet believed that Socrates had been in his youth the disciple of Archelaus, a member of the Anaxagorean tradition (Burnet 1924, vi).

Burnet's philological work on Plato is still widely read, and his editions have been considered authoritative for 100 years.

Major works

Early Greek Philosophy. London and Edinburgh: A. and C. Black, 1892. 4th edition, 1930.
Greek Philosophy: Thales to Plato. London, MacMillan, 1920.
Platonism. Berkeley: University of California Press, 1928.
Higher Education and the War, 1917.
Essays and Addresses, 1930, includes a memoir by Godfrey Rathbone Benson.
"The Socratic Doctrine of the Soul", 1916.

Editions edited and annotated by Burnet

The Ethics of Aristotle. London: Methuen, 1900. PDF
Platonis Opera: Recognovit Brevique Adnotatione Critica Instruxit (as Ioannes Burnet). Oxford: Oxford Classical Texts, 1900–1907.
Plato: Phaedo. Oxford: Clarendon, 1911.
Plato: Euthyphro, Apology of Socrates, Crito. Oxford: Clarendon, 1924.


Σελίδες: [1]