Πόσο ανεντιμότητα επιδείχθηκε εδώ Rose. Στο συγκεκριμένο πολύ όμορφο κείμενο που παρέθεσες, φάνηκε ότι εκτός από δυο παραγραφούλες που βόλευαν, δεν διάβασες τίποτα άλλο. Απόδειξη χειραγωγίας.
Σε αυτήν την σύγχρονη δίκη, τον αθώωσαν πατόκορφα τον Σωκράτη.
Ρίξε ένα μάτι σε αυτό, που από τεμπελιά, από σκοπιμότητα, από ανεντιμότητα, από παρωπίδες, δεν ξέρω ακριβώς γιατί, αλλά δεν παρέθεσες την κυριαρχούσα αντίθετη άποψη, που αθώωσαν τον Σωκράτη. Ντροπή. Rose από αυτή την απάντηση σου και αυτό το κείμενο, ξεκαθαρίστηκαν τα πάντα.
Άρα αν ήσουν δικαστής, ομολογείς ότι θα τον είχες καταδικάσει των Σωκράτη, έτσι Rose;
Το διάβασα όλο το κείμενο Rose και τρόμαξα με την συμπεριφορά σου
"Η κατηγορία περί διδασκαλίας των νέων είναι απαράδεκτη, γιατί δεν αποτελεί έγκλημα, εφ’ όσον το έγκλημα προϋποθέτει κάποια πράξη και όχι έναν λόγο ή, ακόμη λιγότερο, μια ιδέα.
Ο Σωκράτης δίδασκε στους νέους τον συλλογισμό, την αμφιβολία, την αναζήτηση του εαυτού τους. Τούτο δεν συνιστά, βεβαίως, τεχνική μετατροπής τους σε κόλακες της τυραννίας. Οι μαθητές του ελεύθερα, χωρίς κάποια πίεση, επέλεξαν να διαλέγονται μαζί του, να παρακολουθούν την διδασκαλία του και, χάρις στην «μαιευτική», να προάγονται στην γνώση. Η καταστολή ιδεών, ασύμβατη με τις πρακτικές μιας εποχής, συνιστά καταδίκη για γνώμη και όχι για πράξη. Ωστόσο, όπως κατέδειξε ο Karl Popper, για να προοδεύσει η γνώση έχει ανάγκη από επανατοποθέτηση, αμφισβήτηση και ελευθερία. Η αλήθεια έχει ανάγκη να αντιπαρατεθεί με εσφαλμένες, παράλογες, βλαβερές ή προκλητικές ιδέες, ώστε να ανασκευασθούν. Απαγόρευση της έκφρασης θα είχε ως συνέπεια να παρεμποδιστεί ο θρίαμβος της αλήθειας.
Ο πελάτης του, παραδέχθηκε ο αγορητής, είχε το ελάττωμα να ειρωνεύεται και ενίοτε να πληγώνει κάποιους. Εκείνος όμως έχει το επιχείρημα ότι ο παραλογισμός ενός δημοκρατικού καθεστώτος αποδεικνύεται, εάν στο πλαίσιο του καθεστώτος αυτού είναι δυνατόν να θανατωθεί ένα πρόσωπο που δεν το πιστεύει, εάν το καθεστώς έρχεται σε αντίφαση με τις ιδέες που υπερασπίζεται. Έτσι, η αθώωση του Σωκράτη θα σηματοδοτούσε την αξιοπιστία και την σταθερότητα της δημοκρατίας.
Το δίκαιο δεν πρέπει να ασκεί αστυνόμευση της σκέψης. Ο Σωκράτης είχε λίγη εκτίμηση στην δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας, διότι αυτή μπορούσε να συντρίψει έναν άνθρωπο, να καταστρέψει ένα ατομικό δικαίωμα, να περιορίσει μιαν ελευθερία. Πράγματι, αρνήθηκε να ψηφίσει την καταδίκη σε θάνατο των στρατηγών που είχαν νικήσει στην Nαυμαχία στις Αργινούσες. Αρνήθηκε να υποκύψει στην πίεση του λαού, καθώς υπεράνω των παθών υπάρχουν υπέρτερες θεμελιώδεις αρχές, τις οποίες η πλειοψηφία μιας ημέρας δεν δικαιούται να αγνοεί∙ υπάρχουν νόμοι άγραφοι, αλλά πανανθρώπινοι, κανόνες του φυσικού δικαίου που δεν μπορούν να αλλάξουν χωρίς ολέθριες συνέπειες, όπως κατά τον 20ό αιώνα οι ολοκληρωτισμοί του κομμουνισμού και του εθνικοσοσιαλισμού.
Ο Friedrich Hayek εξήγησε την σωκρατική διάκριση μεταξύ «τάξεως» και «νόμου»: αγνωστικιστής ο ίδιος, εξήγησε ότι οι κανόνες του δικαίου προκύπτουν μάλλον από μια διαδικασία φυσικής ανακάλυψης παρά από την ανθρώπινη δημιουργία, ότι ο ανταγωνισμός και ο πλουραλισμός της παιδείας επέτρεψαν στην ανθρώπινη γνώση να προοδεύσει. Από τα ανωτέρω, συνέχισε ο αγορητής, φαίνεται η ορθότητα των ιδεών που ο Σωκράτης δίδασκε στους νέους, καθώς και ότι ο ίδιος δεν ήταν καθόλου σκεπτικιστής ή μηδενιστής ούτε κατατασσόταν μεταξύ των σοφιστών και των κυνικών. Η ορθή ερμηνεία του «ἕν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» είναι ότι ο Σωκράτης πίστευε στην ύπαρξη της αλήθειας, την οποία όμως ευρίσκει κανείς ερευνώντας, γιατί η γνώση είναι ανοικτή, σε εξέλιξη, σε διαρκή δημιουργικό αναβρασμό. Η ανοικτή γνώση και η μη παρεμπόδιση της εξέλιξής της επέτρεψαν την ανακάλυψη πολλών νέων μορφών συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, αλλά και οργάνωσης τρόπου ζωής (ελεύθερη επιλογή επαγγέλματος και ανταγωνισμός σε σχέση με τις συντεχνίες). Η ελευθερία της περαιτέρω δοκιμής έφερε τις ελεύθερες πόλεις, την αυτονομία των κοινοβουλίων, το «Habeas corpus», την διάκριση των εξουσιών, τα Συντάγματα, την καθολική ψήφο, το Διεθνές Δίκαιο. Η γνώση προχωρεί χάρις στην αμφισβήτηση που φαντάζεται κάτι καλύτερο και, εάν αυτό αποδειχθεί κακό, το ανασκευάζει. Επομένως, οι δικαστές οφείλουν να μην ποινικοποιήσουν την σκέψη.
Τέλος, ο υπερασπιστής του φιλοσόφου επεσήμανε ότι η αληθινή, αν και υποκρυπτόμενη, κατηγορία εντοπίζεται στο γεγονός ότι μεταξύ των μαθητών του συγκαταλέγονταν ο Αλκιβιάδης, ο Κριτίας και ο Χαρμίδης, άπαντες φίλοι της Σπάρτης και πρόξενοι μεγάλων δεινών. Όμως, ο Σωκράτης δίδαξε στους μαθητές του την αρετή και δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για τον τρόπο με τον οποίο εκείνοι χρησιμοποιούσαν την διδασκαλία του. Ο παλαιός νόμος του Σόλωνα δεν ήταν πλέον ούτε σε χρήση ούτε σε ισχύ, ενώ η αμνηστία του 403 π.Χ. εξάλειφε κάθε εγκληματική πράξη διαπραχθείσα κατά την διάρκεια της τυραννίας των Τριάκοντα. Βέβαια, ο Σωκράτης δεν αντιστάθηκε ένοπλα στους ολιγαρχικούς, αλλά είχε αποσυρθεί λόγω ηλικίας, και τούτο δεν αποτελεί έγκλημα. Η αληθινή κατηγορία εναντίον του είναι ότι υπήρξε ο πνευματικός πατέρας των Τριάκοντα, κάτι ανάλογο με τον Friedrich Nietzsche και τον ναζισμό, που όμως δεν ερείδεται στην διδασκαλία ή, ακόμη λιγότερο, σε πράξη του.
Εάν ο Σωκράτης δεν πίστευε στην δημοκρατία, εάν ήταν σκεπτικιστής απέναντι στην ελευθερία της έκφρασης, εάν αμφισβήτησε την ισοτιμία της ψήφου, δεν θα έπρεπε για όλα αυτά να θανατωθεί. Άλλωστε, ούτε στους ολιγαρχικούς ήταν αρεστός, όταν δε ο Κριτίας βρισκόταν στην εξουσία τού απαγόρευσε την διδασκαλία της λογικής και της ρητορικής. Ο Σωκράτης δεν συνεργαζόταν με τον εχθρό, διαλεγόταν με όλους.
Ο συνήγορος υπεράσπισης έκλεισε την αγόρευσή του καλώντας τους ενόρκους να δώσουν ψήφο αντάξια με το κλέος της Αθήνας.
Ο Michael Beloff, δεύτερος συνήγορος υπεράσπισης, άρχισε την αγόρευσή του υπενθυμίζοντας ότι το Μαντείο των Δελφών είχε ταυτίσει τον Σωκράτη με τον σοφότερο άνθρωπο του κόσμου∙ συνέχισε αρνούμενος τις κατηγορίες ως άδικες, στηριζόμενες σε αναληθή γεγονότα και μη δικαιολογούσες την ετυμηγορία περί ενοχής για οποιαδήποτε παράβαση του νόμου. Αναλύοντας τις κατηγορίες, παρατήρησε ότι ως προς την ασέβεια δεν προσδιοριζόταν τι παρέλειψε να κάνει ο φιλόσοφος, ενώ ως προς την διαφθορά των νέων τι δεν θα έπρεπε να είχε πράξει. Αναρωτήθηκε σε τι ακριβώς συνίσταται η μη προσήκουσα αναγνώριση των θεών, με ποιες προδιαγραφές μετριέται η ευσέβεια και, ως προς την διαφθορά των νέων, περί ποιων συγκεκριμένα επρόκειτο, πότε, πού και πώς. Ο Μέλητος δεν απάντησε, αλλά η γνώση της κατηγορίας είναι αναγκαία για την απόκρουσή της. Ερώτημα παραμένει και το ποιοι νόμοι παραβιάστηκαν ως προς την προστασία των θεών, οι οποίοι πάντως δεν χρειάζονται την ανθρώπινη προστασία. Ο Αριστοφάνης, στην κωμωδία του Νεφέλες, παρουσιάζει τον Σωκράτη να διδάσκει στον Στρεψιάδη, αφ’ ενός, ότι ο Ζευς δεν υπάρχει και, αφ’ ετέρου, πώς να ξεφύγει από τους δανειστές του χωρίς τον φόβο της θείας τιμωρίας. Ήδη υπάρχουν δύο βεβαιότητες στην ζωή: ότι οι θεοί είναι αθάνατοι και ότι τα χρέη πρέπει να επιστρέφονται. Σε κάθε περίπτωση, όταν το έργο παίχτηκε, καμμία δίωξη δεν έγινε εναντίον του συγγραφέα, των ηθοποιών ή του Σωκράτη για αίρεση, ασέβεια ή βλασφημία. Προφανώς, παρατήρησε ο αγορητής, κάτι θα άλλαξε στα είκοσι χρόνια που διέρρευσαν. Εξάλλου, άλλοι ποιητές, όπως ο Πίνδαρος, ασχολήθηκαν με την περιγραφή ιδιοτήτων των θεών, χωρίς να διωχθούν. Και πού υπάρχει ο νόμος που απαγορεύει όχι την διδασκαλία ανοησιών προς αδαείς, όπως στο έργο του Αριστοφάνη, αλλά την ενστάλαξη της φιλοσοφίας στους καλύτερους της γενιάς του; Κανένας δεν μπορεί να δικαστεί για την παράβαση ενός νόμου ανύπαρκτου κατά τον χρόνο που υποτίθεται ότι παραβιάστηκε, πολλώ δε μάλλον εάν ουδεμία υπήρξε ποτέ από τις κατηγορίες. Περαιτέρω, ο αγορητής σημείωσε ότι καταπατείται ο όρκος της αμνηστίας που είχε δοθεί κατά την αποκατάσταση της δημοκρατίας και ότι δεν επρόκειτο για τίποτε άλλο παρά για κατάχρηση της διαδικασίας. Ωστόσο, ο Σωκράτης δεν επιθυμούσε να καταφύγει σε δικονομικά επιχειρήματα, αν και θεμελιώδη. Επί της ουσίας, η κατηγορία της ασέβειας απορρίπτεται καθ’ ολοκληρίαν: o Μέλητος κατηγόρησε τον Σωκράτη για αθεΐα και συγχρόνως για λατρεία νέων θεοτήτων, κάτι το οποίο είναι, το λιγότερο, παράδοξο. Ο Σωκράτης δεν επιδείκνυε σεβασμό προς τους θεούς με τακτικές θυσίες κατά τις συνήθειες της Πόλεως ούτε όμως διέπραξε και κάποια πράξη που να τους προσέβαλε. Η πίστη του ότι η αληθινή λατρεία απαιτεί κάτι περισσότερο από απλές λειτουργικές πράξεις, δηλαδή αφοσίωση του πνεύματος, μάλλον αυξάνει παρά μειώνει την ευλάβειά του.
Συνεχίζοντας ο αγορητής αναγνώρισε ότι η Αθήνα έζησε τις συνέπειες της ήττας στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, των πολεμικών καταστροφών, του μεγάλου λοιμού και αναρωτήθηκε εάν οι θεοί εγκατέλειψαν την Πόλη ή εάν εκείνη τους εγκατέλειψε. Εάν συμβαίνει το δεύτερο, δεν είναι δυνατόν η ευθύνη για την εκδικητικότητα των θεών να βαρύνει μόνον έναν άνθρωπο.
Όσον αφορά στο σκέλος της κατηγορίας περί εισαγωγής ετέρων καινών δαιμονίων, παρατηρητέον ότι ανήκει στην παράδοση της Πόλεως να προσθέτει νέους θεούς δίπλα στους Ολύμπιους. Ο κατήγορος επεδίωκε να φοβίσει τους δικαστές ισχυριζόμενος ότι ο Σωκράτης θα καλούσε από τον κάτω κόσμο επικίνδυνα πνεύματα – θεούς εποίκους, προς αντιμετώπιση των οποίων θα έπρεπε να ανεγείρουν τείχη και να σφυρηλατήσουν όπλα. Αλλά οι δικαστές δεν ήταν γυναίκες και παιδιά, για να φοβηθούν κάτι, απλώς και μόνον επειδή ήταν καινούργιο.
Εάν η δίωξη μεταχειρίζεται την θρησκεία και την πολιτική σαν τις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος, τότε ρίχνονται οι σπόροι μιας πικρής συγκομιδής για όλο το ανθρώπινο γένος. Η πολιτική είναι δημόσια υπόθεση, ενώ η θρησκεία θα έπρεπε να είναι ιδιωτική. Στην Αθήνα, δεν θα υπήρχε επιτρεπόμενη πίστη, ούτε ανακηρυγμένη εκκλησία, ούτε μη επιτρεπόμενες λατρείες, η προσχώρηση στις οποίες δεν συνιστούσε μιαν απλή εκκεντρικότητα, αλλ’ επίσης ένα έγκλημα.
Κατόπιν, ο συνήγορος υπεράσπισης προχώρησε στην αντίκρουση της δεύτερης κατηγορίας κατά του Σωκράτη, δηλαδή εκείνης για την διαφθορά των νέων. Υποστήριξε ότι, επειδή οι κατήγοροι δεν μπορούσαν να αποδώσουν δολιότητα με σκοπό την προδοσία στον ίδιο τον φιλόσοφο, εφ’ όσον ουδέποτε υπήρξε κάτι τέτοιο, θέλησαν να τον κηλιδώσουν, συσχετίζοντάς τον με αυτούς που ήταν προδότες, όπως ο Αλκιβιάδης και ο Κριτίας. Αλλά ο Σωκράτης δεν υπήρξε φίλος της Σπάρτης ούτε, άγαρμπος και αγύμναστος διανοούμενος καθώς ήταν, θα μπορούσε να επιβιώσει εκεί όπου μόνον οι πολεμιστές ήταν σεβαστοί. Ούτε εχθρός της δημοκρατίας υπήρξε και αρνήθηκε να συλλάβει τον Λέοντα τον Σαλαμίνιο, όταν οι Τριάκοντα θέλησαν να κατασχέσουν την περιουσία του, άρνηση που δείχνει τον σεβασμό του στους νόμους της Πόλεως. Βεβαίως, ο Σωκράτης υπήρξε δάσκαλος, μεταξύ πολλών άλλων και του Κριτία και του Χαρμίδη. Ωστόσο, το συμπέρασμα ότι η διδασκαλία του ενέπνευσε τις πράξεις τους βασίζεται σε έναν εσφαλμένο συλλογισμό, τον οποίο θα απέρριπταν ακόμη και οι πιο περιφρονημένοι σοφιστές. Οι κατήγοροι δεν κάλεσαν νέους να δηλώσουν ότι διεφθάρησαν ούτε γονείς να διαμαρτυρηθούν για την διαφθορά των παιδιών τους. Ο Σωκράτης που δεν αμειβόταν για τα μαθήματα, λογικά δεν θα δίδασκε τους μαθητές του να είναι διεφθαρμένοι, εφ’ όσον αυτοί θα αποκτούσαν την γνώση να βλάψουν τον ίδιο τον δάσκαλό τους. Μάλλον τους δίδασκε τις αιώνιες αξίες της εγκράτειας και της υπομονής.
Στην συνέχεια, ο αγορητής έθεσε το κρίσιμο ερώτημα εάν οποιοσδήποτε έχει το δικαίωμα να μελετήσει διαφορετικά συστήματα διακυβέρνησης, να εξετάσει εάν η διακυβέρνηση από μία αριστοκρατία πεπαιδευμένη, έμπειρη και απαλλαγμένη από τα πάθη των πολλών θα αποτελούσε την καλύτερη ελπίδα για όλους τους πολίτες, εξασφαλίζοντάς τους για πάντα ό,τι χρειάζονται και όχι απλώς ό,τι επιθυμούν επί του παρόντος, εάν η διοίκηση από μία ελίτ δεν θα μπορούσε να αποφύγει τον πολλαπλασιασμό των φατριών που παλεύουν μόνο για την δόξα τους και όχι για το κοινό καλό. Οι ενδεχομένως εσφαλμένες απόψεις του Σωκράτη περί διακυβέρνησης δεν τον καθιστούν ένοχο. Εξάλλου, σχολίασε ο συνήγορος υπεράσπισης, οι κατήγοροι δεν ήταν άνθρωποι με ανάστημα.
Ο Μέλητος αντιπροσωπεύει τους ποιητές, αλλά κανείς δεν έχει διαβάσει κάποιον από τους στίχους του. Ο Λύκων τους ρήτορες, αλλά κανείς δεν γνωρίζει κάποιον από τους λόγους του. Ο Άνυτος, ο βυρσοδέψης, που νίκησε τον Κριτία, ήθελε να καταδικάσει και τον δάσκαλό του. Δεν ήταν όμως παρά ένας μικροϊδιοκτήτης, που ενώ υποστήριζε τους ολιγαρχικούς, άρχισε στην συνέχεια να προσποιείται ότι αγαπά την δημοκρατία, από την στιγμή όμως που δεν θίγονταν τα συμφέροντά του. Ο Άνυτος, ωστόσο, ήταν και εραστής του Αλκιβιάδη∙ άρα, ζήλευε τον Σωκράτη, επειδή πίστευε ότι του έκλεψε το αντικείμενο της αγάπης του.
Οι κατήγοροι στηρίζονται στην ψευδή εικόνα που είχε δημιουργήσει για τον φιλόσοφο ο Αριστοφάνης στις Νεφέλες του και ο Αμειψίας σε κάποιο από τα έργα του. Ο Beloff όμως ισχυρίστηκε ότι δεν πρέπει οι δικαστές να μπερδέψουν την πραγματικότητα με την εικόνα αυτήν, είτε είναι κωμική είτε ανάλγητη. Η προκατάληψη δεν έχει θέση στο δικαστήριο. Τους προέτρεψε να σκεφτούν ότι ο πελάτης του κατηγορείται όχι για τις πράξεις του, αλλά για τα λόγια και τις σκέψεις του. Οι απόψεις όμως όλων των ανθρώπων είναι ισότιμες, επομένως ο πελάτης του δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Οι κατήγοροι φοβούνταν ότι ο Σωκράτης θα οδηγούσε τους μαθητές του στην αμφισβήτηση της δημοκρατίας. Η μεγάλη, ωστόσο, κληρονομιά της Αθήνας του Περικλή στα έθνη και στις αυτοκρατορίες του μέλλοντος ήταν το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, το δικαίωμα της υποστήριξης αντίθετων απόψεων, ώστε να αναδειχθεί η καλύτερη. Ο Beloff, λοιπόν, υποστήριξε ότι οι μελλοντικές γενιές θα θεωρήσουν την καταδίκη του Σωκράτη όχι ως θρίαμβο του νόμου ούτε πολύ λιγότερο της δικαιοσύνης, αλλά μάλλον ως πράξη ατιμίας. Γι’ αυτό προέτρεψε τους δικαστές να τον αθωώσουν, αποβλέποντας όχι μόνο στο δικό του συμφέρον αλλά και στο δικό τους.
Η ακαδημαϊκός Άννα Μπενάκη ψήφισε υπέρ της ενοχής του Σωκράτη, αλλά κατά της καταδίκης του σε θάνατο. Αιτιολογώντας την ψήφο της, δήλωσε ότι έκρινε βάσει των νόμων της Αθήνας και με γνώμονα την υπεράσπιση της δημοκρατίας. Καθώς τα επισωρευθέντα δεινά ήταν τιμωρία των θεών της Πόλεως για έλλειψη σεβασμού απέναντί τους, η τήρηση των νόμων και ο κολασμός των παραβατών είναι υποχρέωση του Δικαστή. Ο Σωκράτης δεν κατηγορήθηκε γενικά για αθεΐα, αλλά ειδικά για παράβαση της «γραφής ασεβείας», νόμου που εισηγήθηκε ο μάντης Διοπείθης, με σκοπό την τιμωρία όσων δεν τιμούσαν τους θεούς της Πόλεως, όπως συνέβη με τον Ανδοκίδη, ο οποίος καταδικάσθηκε για την καταστροφή των κεφαλών των Ερμών και την αμφισβήτηση των Ελευσινίων Μυστηρίων.
Ο Σωκράτης δεν πολυσύχναζε στην Εκκλησία του Δήμου, συνέχισε η δικαστής, υποτιμούσε το δημοκρατικό πολίτευμα της πατρίδας του, ενώ θαύμαζε το ολιγαρχικό πολίτευμα της Σπάρτης και κατά κάποιον τρόπο υποστήριζε τους Τριάκοντα. Θρησκεία και πολιτεία ήταν απόλυτα συνυφασμένες και το χρέος του δικαστή έγκειτο στο να τις προστατεύει.
Εξάλλου, κρυφή και όχι δημόσια θεότητα, το «δαιμόνιο» του Σωκράτη ήταν ένα αίνιγμα και κανείς δεν ήξερε τι εγκυμονούσε για την δημοκρατία. Αλκιβιάδης και Κριτίας υπήρξαν μαθητές του. Όμως από την ελευθερία της διδασκαλίας απορρέει η υποχρέωση σεβασμού προς τις θρησκευτικές και πολιτικές αρχές που διέπουν την δημοκρατία. Τέλος, ολοκληρώνοντας την σκέψη της, η Άννα Μπενάκη διευκρίνισε ότι, ενώ η κήρυξη της ενοχής με ισχνή πλειοψηφία δικαιολογούσε την παρεκτροπή του κατηγορουμένου, η αυθάδης συμπεριφορά του τελευταίου δεν θα δικαιολογούσε παρεκτροπή από συναισθηματικούς λόγους και εκδικητικότητα του δικαστή. Επομένως, έκρινε αρκετή την χρηματική ποινή, βαριά για τον ίδιο τον κατηγορούμενο, ανεκτή για τους επί πολλά έτη δωρεάν διδαχθέντες μαθητές του.
Ο François Terré ψήφισε υπέρ της απαλλαγής του Σωκράτη λόγω αμφιβολιών. Εξηγώντας την θέση του, ο καθηγητής κατ’ αρχάς συνέδεσε την δίκη του Σωκράτη με εκείνη του Χριστού, τέσσερις αιώνες αργότερα, και ανήγγειλε τους τρεις άξονες της επιχειρηματολογίας του, ήτοι ιστορικοπολιτικός περίγυρος, αφορμή και κείμενη νομοθεσία, με ένα εξυπνότατο λογοπαίγνιο (contexte, prétexte, texte).
Το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο της δίκης ήταν ιδιαίτερο. Έπειτα από μία συντριπτική ήττα, έναν εμφύλιο πόλεμο ή, ακόμη, ένα απελευθερωτικό κίνημα αναζητούνται ευθύνες και τιμωρούνται, βεβαίως από τα δικαστήρια των νικητών, όσοι διαχειρίστηκαν τα κοινά, όπως συνέβη τον 20ό αιώνα στην Ριόμ της Γαλλίας, στην Νυρεμβέργη και στο Τόκιο. Δηλαδή, έπειτα από ταραγμένες εποχές, συμπεριλαμβανομένων των τυραννικών καθεστώτων, σπανίως αποφεύγεται η αναγκαία για την κάθαρση καταφυγή στην δικαιοσύνη ή την Δικαιοσύνη, ισοδύναμη κατά τον Leibnitz με την ελεημοσύνη του σοφού. Σε αυτήν την κατεύθυνση κηρύχθηκε η αμνηστία και, για τούτο, η δίωξη του Σωκράτη, λίγο αργότερα, ήταν αναπάντεχη. Η δίωξη διεξήχθη στο πλαίσιο των νόμων της Πόλεως, τους οποίους ο Σωκράτης, αν και τους αποδεχόταν όπως ήταν, αμφισβητούσε εντούτοις ως προς την εφαρμογή τους. Όντας φιλόσοφος, ο Σωκράτης ήταν κατάλληλος για τον ρόλο του ιδανικού ενόχου, του υποδειγματικού κατηγορουμένου, εφ’ όσον η σοφία δεν εμπόδισε τις καταστροφές της Πόλεως. Στην Γαλλία κατά την Παλινόρθωση, μετά την πτώση της ναπολεόντειας αυτοκρατορίας, αναπτύχθηκε ένα ισχυρό ρεύμα σκέψης εχθρικό προς τους φιλοσόφους, στους οποίους πίστωνε την κατηγορία ότι εξύφαναν συνωμοσία. Μιας τέτοιας νοοτροπίας θύμα υπήρξε ο Σωκράτης, όπως φαίνεται να επιβεβαιώνει και ο Ξενοφών. .........................συνέχεια..