ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ
Κατά τη γνωστική διαδικασία μαθαίνουμε μόνο ή κυρίως από τα σφάλματά μας. Ο Νίτσε μάλιστα είχε διατυπώσει την άποψη, ότι από λάθος δρόμους οδηγούμαστε στην αλήθεια. Ο μόνος τρόπος να τ’ αποφύγουμε είναι να μην κάνουμε τίποτα, πράγμα που είναι ακόμα μεγαλύτερο ατόπημα. Οι νέοι λοιπόν θα μάθουν κι αυτοί από τα ίδια τους τα σφάλματα. Μόνοι θα προσπαθήσουν να βρουν το δρόμο της ζωής τους, αρκεί να αναγνωρίζουν τα αστοχήματά τους –αν βέβαια υπάρχουν– και να επιμένουν να τα διορθώσουν. Με ποιο τρόπο όμως θα γίνει ο εντοπισμός και η επανόρθωση του ημαρτημένου; Πώς μπορώ να ξέρω ποιο είναι το σωστό; Δεν είναι του παρόντος να επιχειρήσω να απαντήσω στο καίριο αυτό ερώτημα. Ας θεωρηθεί όμως αρκετή έστω η απλή επισήμανση του προβληματισμού.
Ο Καζαντζάκης πάντως, ακολουθώντας τη λαϊκή σοφία των Κρητικών, που λέει: «Όπου αστοχήσεις γύρισε, κι όπου πετύχεις, φύγε!» φαίνεται ότι όχι μόνο αναγνωρίζει τα παραπτώματά του, αλλά και καταβάλλει κάθε προσπάθεια –στα όρια βέβαια του εφικτού– για τη διόρθωσή τους. Έτσι θα πει: «Αν αστόχησα, και μια ώρα ζωή ακόμα να μου απομένει, θα ξαναγυρίσω στην έφοδο αν πέτυχα, θ’ ανοίξω τη γη, να ’ρθώ να ξαπλώσω στο πλάι σου». Αυτή είναι ίσως μια έγκυρη συμβουλή, που αφήνει ως ιερή παρακαταθήκη όχι μόνο στους νέους της Κρήτης, την οποία τόσο αγάπησε, αλλά και όλου του κόσμου για πολλούς ακόμα αιώνες. Αφήνει επίσης μια αγάπη ανιδιοτελή, θερμή, πλουσιοπάροχη. Η αγάπη έχει ίσως πολύ μεγαλύτερη σημασία παρά ο αγώνας της ζωής.
Το μήνυμα του Καζαντζάκη είναι κήρυγμα αγάπης και συναδέλφωσης των λαών Με τη διατύπωση αυτήν τίθεται τέλος το ερώτημα, αν από το πλήθος και το βάθος των στοχασμών του μπορεί να συναχθεί κάποιο συμπέρασμα για το κύριο μήνυμα που εκπέμπεται από το συνολικό του έργο. Αν θα έλεγε κανείς ότι η πεμπτουσία των διαλογισμών του και το βασικό μήνυμα για τις μέλλουσες γενιές σε όλη την ανθρωπότητα είναι μια έκκληση για αγάπη, δεν θα απείχε –κατά την ταπεινή μου τουλάχιστον γνώση– πολύ από την αλήθεια. Πρόκειται για το «Αγαπάτε αλλήλους», ένα κήρυγμα βαθύτατα χριστιανικό, το οποίο μάλιστα εναρμονίζεται πλήρως με την αρχαία ελληνική παράδοση. Γνωστή είναι η περίφημη φράση της Αντιγόνης του Σοφοκλή: «Ούτε συνέχθειν αλλά συμφιλείν έφυν», «δεν γεννήθηκα για να μισώ, αλλά για ν’ αγαπώ».
Πώς προκύπτει όμως η ιδέα της αγάπης από το έργο του; Εκτός από τις πολυάριθμες αναφορές στην αξία και το μεγαλείο της αγάπης μνημονεύει με αξιολογική μάλλον σειρά τις επιδράσεις που δέχτηκε από τους προγενέστερούς του. Ομολογεί λοιπόν ότι από τον Αλέξη Ζορμπά έμαθε ν’ αγαπά τη ζωή και να μη φοβάται το θάνατο. Ο ίδιος δηλώνει ότι σημαντική επίδραση άσκησαν επάνω του τα ταξίδια και τα ονείρατα, καθώς και ο Όμηρος, ο Βούδας, ο Νίτσε, ο Μπερξόν και ο Ζορμπάς. Επεξηγεί δε στην συνέχεια σε τι τον βοήθησε ο καθένας απ’ αυτούς, πράγμα που δείχνει ταυτόχρονα και τις συνιστώσες της πνευματικής του φυσιογνωμίας και προσφοράς.
Λέει λοιπόν:«Ο πρώτος στάθηκε για μένα το γαληνό κατάφωτο μάτι, σαν το δίσκο του ηλίου, που φωτίζει με απολυτρωτικιά λάμψη τα πάντα ο Βούδας, το άπατο κατάμαυρο μάτι, όπου πνίγεται και ημερώνεται ο κόσμος ο Μπέρξονας με αλάφρωσε από μερικά άλυτα φιλοσοφικά ρωτήματα που με τυραννούσαν στα πρώτα νιάτα ο Νίτσε με πλούτισε με καινούριες αγωνίες και μ’ έμαθε να μετουσιώνω τη δυστυχία, την πίκρα, την αβεβαιότητα σε περηφάνια κι ο Ζορμπάς μ’ έμαθε ν’ αγαπώ τη ζωή και να μη φοβούμαι το θάνατο».Δεν είναι όμως δυνατόν ν’ αγαπά κανείς τη ζωή, χωρίς ν’ αγαπά τους ανθρώπους, επειδή ως εκ φύσεως κοινωνικό και πολιτικό ον δεν μπορεί να ζήσει έξω από την κοινωνία, με την οποία και συναλλάσσεται σχεδόν καθημερινά. Θεωρεί δε αδύνατη την ανύψωση του ανθρώπου χωρίς την αγάπη. Λέγει μάλιστα ρητά: «Αγάπα τον άνθρωπο γιατί είσαι εσύ». Αυτό νομίζω πως είναι το ύψιστο δίδαγμα και η μέγιστη πνευματική κληρονομιά στις επερχόμενες γενιές.
Η μορφή της αγάπης και της θυσίας χαρακτηρίζεται από τον Καζαντζάκη τρισεύγενη (Αναφορά στον Γκρέκο). Η πεμπτουσία λοιπόν των στοχασμών και επιθυμιών του είναι ένα κήρυγμα αγάπης και συγκατάβασης, έννοιες βαθύτατα χριστιανικές και κατ’ επέκταση θρησκευτικές.Η πορεία και οι άξονες των προβληματισμών του Ο Καζαντζάκης, ο πολυπλάνητος αυτός σταυροφόρος της δημοκρατίας και ακαταπόνητος κυνηγός της αλήθειας, προσπαθούσε από την τρυφερή παιδική ηλικία έως την προχωρημένη ωριμότητά του– να πλησιάσει το απρόσιτο και να συμφιλιωθεί με την ιδέα, πως η φυσική απόληξη της ζωής είναι ο θάνατος. Προσπαθούσε να είναι αισιόδοξος παρά τις σχεδόν ανυπέρβλητες δυσχέρειες και τις αλλεπάλληλες απογοητεύσεις, που φέρει η καταθλιπτική σκέψη της αφόρητα πικρής γεύσης της αποτυχίας.
Ο ίδιος πολλές φορές δοκίμασε τη ζωογόνο χαρά της δημιουργίας και προσπάθησε να αποφύγει το φοβερό αδυσώπητο διχασμό της προσωπικότητας, που πολύ εύστοχα αποτύπωσαν ο Απόστολος Παύλος και ο Οβίδιος στις Μεταμορφώσεις του. Και οι δύο βλέπουν και επιδοκιμάζουν τα καλύτερα, ακολουθούν όμως τα χειρότερα. Η ιδέα αυτή αντικατοπτρίζει τη συνεχή πάλη του ανθρώπου με το κακό.Σ’ όλα τα στάδια της πολυκύμαντης πορείας του ρηξικέλευθου, καινοτόμου και φιλοπρόοδου πνεύματος του δέσποζε ο αγώνας, που έκφραση του ήταν το χτίσιμο και το γκρέμισμα, η πλημμυρίδα κι η παλίρροια. Αυτός ήταν ο άξονας των στοχασμών, η δε αγάπη έδινε περιεχόμενο και νόημα στην εφήμερη ύπαρξή του. Ήξερε επίσης καλά πως ο εξαναγκασμός δεν είναι το ανώτερο σύμβολο ούτε η ασφαλέστερη εγγύηση της προόδου και της υπεροχής αλλ’ η πειθώ και ο λόγος.
Αυτό που χαρακτηρίζει το έργο του είναι ο έντονος παλμός και ο πλατύς ορίζοντας του στοχασμού του, ο οποίος ανεβαίνει τα σκαλοπάτια των μεταρσιώσεων και θεωρητικών συλλήψεων, η τολμηρή φαντασία, η διεισδυτική οξυδέρκεια, ο δυναμικός οραματισμός και το θελκτικό ύφος του λόγου. Στο κείμενό του ενυπάρχει πλήθος εκφραστικών μέσων, τα οποία καθιστούν πλουσιότερο το εννοιολογικό περιεχόμενο της γλώσσας μας. Γλώσσα και σκέψη δεν είναι δύο ξεχωριστά πράγματα, αλλά συνδέονται στενά μεταξύ τους. Φάνηκε, νομίζω, καθαρά πως η προβολή της πνευματικής φυσιογνωμίας του Νίκου Καζαντζάκη είναι θέμα δύσκολο, εδώ προσπάθησα να παρουσιάσω μια μικρή μόνο πτυχή της, έχοντας βέβαια επίγνωση των αδυναμιών και ατελειών, που εμπεριέχονται σε τέτοιου είδους εγχειρήματα. Αυτό οφείλεται αφενός στο ότι η προσωπικότητα κάθε στοχαστή δεν είναι ευδιάκριτη σ’ όλες τις φάσεις και τις εκδηλώσεις της αλλ’ ούτε και αναλλοίωτη, αφού συνεχώς ανασχηματίζεται και αναμορφώνεται κατά τη διάρκεια της γεμάτης κίνηση σωματικής και πνευματικής υπόστασης.
Πάντως, με κίνδυνο να χαρακτηριστεί αυτό προγονοπληξία, θα μπορούσε ίσως να λεχτεί ότι η μεγάλη και δυνατή ευκρασία της πνευματικής παρουσίας του Έλληνα στοχαστή είναι ανεκτίμητη κληρονομιά, που βαραίνει τους ώμους και μας επισκιάζει, όπως και παρόμοιες μορφές του λαμπρού ελληνικού παρελθόντος. Έτσι θα μας συνοδεύει πάντα η αδύνατη ηχώ μιας μακρινής φωνής που χάνεται σιγά σιγά και γίνεται ακατάληπτη στα βάθη των αιώνων, μα που επιτρέπεται νομίζω να ελπίζουμε πως δε θα σβήσει ποτέ, αλλά θα συνεχίσει να εκπέμπει ακόμα κάποιες αμυδρές αχτίδες φωτός .
Το κείμενο αυτό δόθηκε ως διάλεξη στο Ηράκλειο Κρήτης στις 6 Οκτωβρίου 2004
O Γιώργος X. Kουμάκης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Iωαννίνων