ΑΜΡΑ - Αυθεντική Μυστικιστική Ροδοσταυρική Αδελφότητα

'Αρθρα Εσωτερισμού => Προτεινόμενα Βιβλία και Ταινίες από την ΑΜΡΑ => Μήνυμα ξεκίνησε από: Rose στις Αυγούστου 20, 2008, 13:37:00

Τίτλος: Νίκος Καζαντζάκης - Ασκητική
Αποστολή από: Rose στις Αυγούστου 20, 2008, 13:37:00
Πρόλογος

Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο' καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο' το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.

Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή' ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός' κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος.

Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή' κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι' αυτο πολλοι διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.

Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν:

α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία'
β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο.

Και τα δυο ρέματα πηγάζουν από τα έγκατα της αρχέγονης ουσίας. Στην αρχή η ζωή ξαφνιάζει' σαν παράνομη φαίνεται, σαν παρά φύση, σαν εφήμερη αντίδραση στις σκοτεινές αιώνιες πηγές' μα βαθύτερα νιώθουμε: η Ζωή είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του Σύμπαντου.

Αλλιώς, πούθε η περανθρώπινη δύναμη που μας σφεντονίζει από το αγέννητο στο γεννητό και μας γκαρδιώνει' φυτά, ζώα, ανθρώπους' στον αγώνα; Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια.

Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ' όραμα που χωράει κι εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες Ορμές' και με τ' όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη.  

    * Το 1927 πρωτοδημοσιεύθηκε η "Ασκητική" στο περιοδικό του Δημήτρη Γληνού, "Αναγέννηση". Ως βιβλίο, πρώτη φορά εκδόθηκε στην Αθήνα το 1945.
Τίτλος: Απ: Νίκος Καζαντζάκης - Ασκητική
Αποστολή από: Rose στις Αυγούστου 20, 2008, 13:38:17
Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ

ΠΡΩΤΟ ΧΡΕΟΣ


Ήσυχα, καθαρά, κοιτάζω τον κόσμο και λέω: Όλα τούτα που θωρώ, γρικώ, γεύουμαι, οσφραίνουμαι κι αγγίζω είναι πλάσματα του νου μου.

Ο ήλιος ανεβαίνει, κατεβαίνει μέσα στο κρανίο μου. Στο ένα μελίγγι μου ανατέλνει ο ήλιος, στο άλλο βασιλεύει ο ήλιος.

Τ' άστρα λάμπουν μέσα στο μυαλό μου, οι Ιδέες, οι άνθρωποι και τα ζώα βόσκουν μέσα στο λιγόχρονο κεφάλι μου, τραγούδια και κλάματα γιομώνουν τα στρουφιχτά κοχύλια των αυτιών μου και τρικυμίζουν μια στιγμή τον αγέρα'

σβήνει το μυαλό μου, κι όλα, ουρανός και γης, αφανίζουνται.

«Εγώ μονάχα υπάρχω!» φωνάζει ο νους.

«Μέσα στα κατώγια μου, οι πέντε μου ανυφάντρες δουλεύουν, υφαίνουν και ξυφαίνουν τον καιρό και τον τόπο, τη χαρά και τη θλίψη, την ύλη και το πνέμα.

»Όλα ρέουν τρογύρα μου σαν ποταμός, χορεύουν, στροβιλίζουνται, τα πρόσωπα κατρακυλούν σαν το νερό, το χάος μουγκρίζει.

»Μα εγώ, ο Νους, με υπομονή, με αντρεία, νηφάλιος μέσα στον ίλιγγο, ανηφορίζω. Για να μην τρεκλίσω να γκρεμιστώ, στερεώνω απάνω στον ίλιγγο σημάδια, ρίχνω γιοφύρια, ανοίγω δρόμους, οικοδομώ την άβυσσο.

»Αργά, με αγώνα, σαλεύω ανάμεσα στα φαινόμενα που γεννώ, τα ξεχωρίζω βολικά, τα σμίγω με νόμους και τα ζεύω στις βαριές πραχτικές μου ανάγκες.

»Βάνω τάξη στην αναρχία, δίνω πρόσωπο, το πρόσωπο μου, στο χάος.

»Δεν ξέρω αν πίσω από τα φαινόμενα ζει και σαλεύει μια μυστική, ανώτερη μου ουσία. Κι ούτε ρωτώ' δε με νοιάζει. Γεννοβολώ τα φαινόμενα, ζωγραφίζω με πλήθια χρώματα φανταχτερά, γιγάντιο ένα παραπέτασμα μπροστά από την άβυσσο. Μη λες: "Αναμέρισε το παραπέτασμα, να δω την εικόνα!" Το παραπέτασμα, αυτό είναι η εικόνα.

»Είναι ανθρώπινο έργο, πρόσκαιρο, παιδί δικό μου, το βασίλειο μου ετούτο. Μα είναι στέρεο, άλλο στέρεο δεν υπάρχει, και μέσα στην περιοχή του μονάχα μπορώ γόνιμα να σταθώ, να χαρώ και να δουλέψω. »Είμαι ο αργάτης της άβυσσος. Είμαι ο θεατής της άβυσσος. Είμαι η θεωρία κι η πράξη. Είμαι ο νόμος. Όξω από μένα τίποτα δεν υπάρχει.»

Χωρίς μάταιες ανταρσίες να δεις και να δεχτείς τα σύνορα του ανθρώπινου νου, και μέσα στ' αυστηρά τούτα σύνορα αδιαμαρτύρητα, ακατάπαυτα να δουλεύεις' να ποιο είναι το πρώτο σου χρέος.

Με αντρεία, με σκληρότητα στερέωσε απάνω στο σαλευόμενο χάος το καταστρόγγυλο, το καταφώτιστο αλώνι του νου, ν' αλωνίσεις, να λιχνίσεις, σα νοικοκύρης, τα σύμπαντα.

Καθαρά να ξεχωρίσεις κι ηρωικά να δεχτείς τις πικρές γόνιμες τούτες, ανθρώπινες, σάρκα από τη σάρκα μας, αλήθειες:

α) Ο νους του ανθρώπου φαινόμενα μονάχα μπορεί να συλλάβει, ποτέ την ουσία'
β) κι όχι όλα τα φαινόμενα, παρά μονάχα τα φαινόμενα της ύλης'
γ) κι ακόμα στενώτερα: όχι καν τα φαινόμενα τούτα της ύλης, παρά μονάχα τους μεταξύ τους συνειρμούς'
δ) κι οι συνειρμοί τούτοι δεν είναι πραγματικοί, ανεξάρτητοι από τον άνθρωπο' είναι κι αυτοί γεννήματα του ανθρώπου'
ε) και δεν είναι οι μόνοι δυνατοί ανθρώπινοι' παρά μονάχα οι πιο βολικοί για τις πραχτικές και νοητικές του ανάγκες.
Μέσα στα σύνορα τούτα, ο νους είναι ο νόμιμος απόλυτος μονάρχης. Καμιά άλλη εξουσία στο βασίλειο του δεν υπάρχει.

Αναγνωρίζω τα σύνορα τούτα, τα δέχουμαι μ' εγκαρτέρηση, γενναιότητα κι αγάπη, κι αγωνίζουμαι μέσα στην περιοχή τους άνετα σα να 'μουν ελεύτερος.

Υποτάζω την ύλη, την αναγκάζω να γίνει καλός αγωγός του μυαλού μου. Χαίρουμαι τα φυτά, τα ζώα, τους ανθρώπους, τους θεούς σαν παιδιά μου. Όλο το Σύμπαντο το νιώθω να σοφιλιάζει απάνω μου και να με ακλουθάει σα σώμα.

Σε άξαφνες φοβερές στιγμές αστράφτει μέσα μου: «Όλα τούτα είναι παιχνίδι σκληρό και μάταιο, δίχως αρχή, δίχως τέλος, δίχως νόημα». Μα ξαναζεύουμαι, πάλι, γοργά στον τροχό της ανάγκης, κι όλο το Σύμπαντο ξαναρχινάει γύρα τρογύρα μου την περιστροφή του.

Πειθαρχία, να η ανώτατη αρετή. Έτσι μονάχα σοζυγιάζεται η δύναμη με την επιθυμία και καρπίζει η προσπάθεια του ανθρώπου.

Να πως με σαφήνεια και με σκληρότητα να καθορίζεις την παντοδυναμία του νου μέσα στα φαινόμενα και την ανικανότητα του νου πέρα από τα φαινόμενα' πρί να κινήσεις για τη λύτρωση. Αλλιώς δεν μπορείς να λυτρωθείς.
Τίτλος: Απ: Νίκος Καζαντζάκης - Ασκητική
Αποστολή από: Rose στις Αυγούστου 20, 2008, 13:39:15
ΔΕΥΤΕΡΟ ΧΡΕΟΣ

Δε δέχουμαι τα σύνορα, δε με χωρούν τα φαινόμενα, πνίγουμαι! Την αγωνία τούτη βαθιά, αιματερά να τη ζήσεις, είναι το δεύτερο χρέος.

Ο νους βολεύεται, έχει υπομονή, του αρέσει να παίζει' μα η καρδιά αγριεύει, δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει και χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης.

Να υποτάξω τη γης, το νερό, τον αγέρα, να νικήσω τον τόπο και τον καιρό, να νιώσω με ποιους νόμους αρμολογούνται κι έρχουνται και ξανάρχουνται οι αντικαθρεφτισμοί που ανεβαίνουν από την πυρωμένην έρημο του νου, τι αξίαν έχει;

Ένα μονάχα λαχταρίζω: Να συλλάβω τι κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα, τι είναι το μυστήριο που με γεννάει και με σκοτώνει, κι αν πίσω από την ορατή ακατάπαυτη ροή του κόσμου κρύβεται μια αόρατη ασάλευτη παρουσία.

Αν ο νους δεν μπορεί, δεν είναι έργο του να επιχειρήσει πέρα από τα σύνορα την ηρωικήν απελπισμένην έξοδο, να 'ταν να μπορούσε η καρδιά μου!

Πέρα! Πέρα! Πέρα! Πέρα από τον άνθρωπο ζητώ το αόρατο μαστίγι που τον βαράει και τόνε σπρώχνει στον αγώνα. Πέρα από τα ζώα ενεδρεύω να δω το πρόσωπο το αρχέγονο που μάχεται δημιουργώντας, συντρίβοντας, ξαναχύνοντας τις αρίφνητες μάσκες να τυπωθεί στο ρεούμενο κρέας. Πέρα από τα φυτά αγωνίζουμαι να ξεχωρίσω τα πρώτα παραπατήματα του Αόρατου μέσα στη λάσπη. Μια προσταγή μέσα μου:

Σκάψε! Τι βλέπεις;

Ανθρώπους και πουλιά, νερά και πέτρες!

Σκάψε ακόμα! Τι βλέπεις;

Ιδέες κι ονείρατα, αστραπές και φαντάσματα.

Σκάψε ακόμα! Τι βλέπεις;

Δε βλέπω τιποτα! Νύχτα βουβή, πηχτή σα θάνατος. Θα 'ναι ο θάνατος.

Σκάψε ακόμα!

Αχ! Δεν μπορώ να διαπεράσω το σκοτεινό μεσότοιχο! Φωνές γρικώ και κλάματα, φτερά γρικώ στον άλλον όχτο!

Μην κλαις! Μην κλαις! Δεν είναι στον άλλον όχτο! Οι φωνές, τα κλάματα και τα φτερά είναι η καρδιά σου!

Πέρα από το νου, στον ιερό γκρεμό της καρδιάς, ακροποδίζω τρέμοντας. Το ένα μου πόδι αδράχνεται από το σίγουρο χώμα, το άλλο ψάχνει στα σκοτεινά απάνω από την άβυσσο.

Ψυχανεμίζουμαι πίσω απ' όλα τούτα τα φαινόμενα μια μαχόμενη ουσία. Θέλω να σμίξω μαζί της.

Ψυχανεμίζουμαι πως κι η μαχόμενη ουσία πολεμάει πίσω από τα φαινόμενα να σμίξει με την καρδιά μου. Μα το σώμα στέκεται ανάμεσα και μας χωρίζει. Ο νους στέκεται ανάμεσα και μας χωρίζει.


Ποιο είναι το χρέος μου; Να συντρίψω το σώμα, να χυθώ να σμίξω με τον Αόρατο. Να σωπάσει ο νους, ν' ακούσω τον Αόρατο να φωνάζει.

Περπατώ στ' αφρόχειλα της άβυσσος και τρέμω. Δυο φωνές μέσα μου παλεύουν.

O νους: «Γιατι να χανόμαστε κυνηγώντας το αδύνατο; Μέσα στον ιερό περίβολο των πέντε αιστήσεων χρέος μας ν' αναγνωρίσουμε τα σύνορα του ανθρώπου.»

Μα μια άλλη μέσα μου φωνή, ας την πούμε έχτη δύναμη, ως την πούμε καρδιά, αντιστέκεται και φωνάζει: «Όχι! Όχι! Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν' αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου! Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!»

Ο νους: «Λαγαρό κι ανέλπιδο είναι το μάτι μου και θεάται τα πάντα. Η ζωή είναι ένα παιχνίδι, μια παράσταση που δίνουν οι πέντε θεατρίνοι του κορμιού μου.

»Κοιτάζω με απληστία, με ανείπωτη περιέργεια, και δεν έχω την αφέλεια του χωριάτη να πιστέψω, και ν' ανέβω απάνω στη σκηνή επεμβαίνοντας στην αιματερή κωμωδία.

»Είμαι ο θαματοποιός φακίρης που ακίνητος, καθούμενος στο σταυροδρόμι των αιστήσεων, θεάται να γεννιέται και ν' αφανίζεται ο κόσμος, θεάται τα πλήθη να σαλεύουν και να φωνάζουν στα πολύχρωμα μονοπάτια της ματαιότητας.

»Καρδιά, απλοϊκή καρδιά, γαλήνεψε κι υποτάξου!»

Μα η καρδιά ανατινάζεται και φωνάζει: «Είμαι ο χωριάτης και πηδώ απάνω στη σκηνή κι επεμβαίνω στην πορεία του κόσμου!»

Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύουμαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι.

Ρωτώ, ξαναρωτώ χτυπώντας το χάος: Ποιος μας φυτεύει στη γης ετούτη χωρίς να μας ζητήσει την άδεια; Ποιος μας ξεριζώνει από τη γης ετούτη χωρίς να μας ζητήσει την άδεια;

Είμαι ένα πλάσμα εφήμερο, αδύναμο, καμωμένο από λάσπη κι ονείρατα. Μα μέσα μου νογώ να στροβιλίζουνται όλες οι δυνάμες του Σύμπαντου.

Θέλω μια στιγμή, προτού με συντρίψουν, ν' ανοίξω τα μάτια μου και να τις δω. Άλλο σκοπό δε δίνω στη ζωή μου.

Θέλω να βρω μια δικαιολογία για να ζήσω και να βαστάξω το φοβερό καθημερινό θέαμα της αρρώστιας, της ασκήμιας, της αδικίας και του θανάτου.

Ξεκίνησα από ένα σκοτεινό σημείο, τη Μήτρα' οδεύω σ' ένα άλλο σκοτεινό σημείο, το Μνήμα. Μια δύναμη με σφεντονάει μέσα από το σκοτεινό βάραθρο' μια άλλη δύναμη με συντραβάει ακατάλυτα στο σκοτεινό βάραθρο.

Δεν είμαι ο κατάδικος που τον πότισαν κρασί για να θολώσει το μυαλό του' με λαγαρά τα φρένα, νηφάλιος, δρασκελώ το ανάμεσα στους δυο γκρεμούς μονοπάτι.

Και μάχουμαι πως να γνέψω στους συντρόφους, προτού πεθάνω. Να τους δώσω το χέρι μου, να προφτάσω να συλλαβίσω και να τους ρίξω έναν ακέραιο λόγο. Να τους πω τι φαντάζουμαι πως είναι τούτη η πορεία' και κατά που ψυχανεμίζουμαι πως πάμε. Και πως ανάγκη να ρυθμίσουμε όλοι μαζί το περπάτημα και την καρδιά μας.

Ένα σύνθημα, σα συνωμότες, ένα λόγο απλό να προφτάσω να πω στους συντρόφους!

Ναι, σκοπός της Γης δεν είναι η ζωή, δεν είναι ο άνθρωπος. έζησε χωρίς αυτά, θα ζήσει χωρίς αυτά. Είναι σπίθες εφήμερες της βίαιης περιστροφής της.

Ας ενωθούμε, ας πιαστούμε σφιχτά, ας σμίξουμε τις καρδιές μας, ας δημιουργήσουμε εμείς, όσο βαστάει ακόμα η θερμοκρασία τούτη της Γης, όσο δεν έρχουνται σεισμοι, κατακλυσμοι, πάγοι, κομήτες να μας εξαφανίσουν, ας δημιουργήσουμε έναν εγκέφαλο και μιαν καρδιά στη Γης, ας δώσουμε ένα νόημα ανθρώπινο στον υπερανθρώπινον αγώνα!

Τούτη η αγωνία είναι το δεύτερο χρέος.
Τίτλος: Απ: Νίκος Καζαντζάκης - Ασκητική
Αποστολή από: Rose στις Αυγούστου 20, 2008, 13:40:17
ΤΡΙΤΟ ΧΡΕΟΣ

Ο νους βολεύεται. Θέλει να γιομώσει μ' έργα μεγάλα τη φυλακή του, το κρανίο. Να χαράξει στους τοίχους ρητά ηρωικά, να ζωγραφίσει στις αλυσίδες του φτερούγες ελευτερίας.

Η καρδιά δε βολεύεται. Χέρια χτυπούν απόξω από τη φυλακή της, φωνές ερωτικές αφουκράζεται στον αγέρα' κι η καρδιά, γιομάτη ελπίδα, αποκρίνεται τινάζοντας τις αλυσίδες' και σε μιαν αστραπή της φαίνεται πως έγιναν οι αλυσίδες φτερούγες.

Μα γρήγορα η καρδιά πέφτει πάλι αιματωμένη, έχασε πάλι την ελπίδα και την ξαναπιάνει ο Μέγας Φόβος.

Καλή η στιγμή, παράτα πίσω σου το νου και την καρδιά, τράβα μπροστά, κάμε το τρίτο βήμα.

Γλίτωσε από την απλοϊκή άνεση του νου που βάνει τάξη κι ελπίζει να υποτάξει τα φαινόμενα. Γλίτωσε από τον τρόμο της καρδίας που ζητάει κι ελπίζει να βρει την ουσία.

Νίκησε το στερνό, τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα. Τούτο είναι το τρίτο χρέος.

Πολεμούμε γιατι έτσι μας αρέσει, τραγουδούμε κι ας μην υπάρχει αυτί να μας ακούσει. Δουλεύουμε, κι ας μην υπάρχει αφέντης, σα βραδιάσει, να μας πλερώσει το μεροκάματο μας. Δεν ξενοδουλεύουμε' εμείς είμαστε οι αφέντες' το αμπέλι τούτο της Γης είναι δικό μας, σάρκα μας κι αίμα μας.


Το σκάβουμε, το κλαδεύουμε, το τρυγούμε, πατούμε τα σταφύλια του, πίνουμε το κρασί, τραγουδούμε και κλαίμε, οράματα κι Ιδέες ανηφορίζουν στην κεφαλή μας.

Σε ποια εποχή του αμπελιού σου έλαχε ο κλήρος να δουλεύεις; Στα σκάμματα; Στόν τρύγο; Στα ξεφαντώματα; Όλα είναι ένα.

Σκάβω και χαίρουμαι όλον τον κύκλο του σταφυλιού, τραγουδώ μέσα στη δίψα και στο μόχτο μου, μεθυσμένος από το μελλούμενο κρασί.

Κρατώ το γιομάτο ποτήρι και ξαναζώ το μόχτο του παππού και του προπάππου. Κι ο ιδρώτας της δουλειάς τρέχει κρουνός στο αψηλό καταμέθυστο κρανίο.

Είμαι ένα σακί γιομάτο κρέας και κόκαλα, αίμα, ιδρώτα και δάκρυα, επιθυμίες και οράματα.

Κυλιούμαι μια στιγμή στον αγέρα, πνέω, χτυπάει η καρδιά μου, ο νους μου φέγγει, και ξαφνικά η γης ανοίγει και χάνουμαι.

Μέσα στο εφήμερο ραχοκόκαλό μου δυο αιώνια ρέματα ανεβοκατεβαίνουν. Μέσα στα σωθικά μου ένας άντρας και μια γυναίκα αγκαλιάζουνται. Αγαπιούνται και μισούνται, παλεύουν.

Ο άντρας πλανταμένος φωνάζει: «Είμαι η σαγίτα που θέλει να σκίσει το στημόνι, να τιναχτεί όξω από τον αργαλειό της ανάγκης.

»Νά ξεπεράσω το νόμο, να συντρίψω τα κορμιά, να νικήσω το θάνατο. Είμαι ο Σπόρος!»

Κι η άλλη βαθιά μαυλιστική φωνή, η γυναικίσια, αποκρίνεται γαληνεμένη και σίγουρη: «Κάθουμαι διπλοπόδι απάνω στο χώμα, αμολώ τις ρίζες μου βαθιά στα μνήματα' δέχουμαι το σπόρο ακίνητη και τον θρέφω. Είμαι όλη γάλα κι ανάγκη.

»Και λαχταρώ να γυρίσω πίσω, να κατεβώ στο ζώο, να κατεβώ πιο χαμηλά, στο δέντρο, μέσα στις ρίζες και στα χώματα, να μη σαλεύω.

»Κρατώ, σκλαβώνω την πνοή, δεν την αφήνω να πετάξει' μισώ τη φλόγα που ανεβαίνει. Είμαι η Μήτρα!»

Αφουκράζουμαι τις δυο φωνές τους' δικές μου είναι κι οι δυο και τις χαίρουμαι και καμιά δεν αρνιέμαι. Ένας χορός των πέντε αιστήσεων είναι η καρδιά μου. Ένας αντίχορος της απάρνησης των πέντε αιστήσεων είναι η καρδιά μου.

Αρίφνητες δυνάμες ορατές κι αόρατες αγάλλουνται και με ακολουθούν, όταν με αγωνία, ενάντια στο παντοδύναμο ρέμα, ανηφορίζω.

Αρίφνητες δυνάμες ορατές κι αόρατες ανακουφίζουνται και γαληνεύουν όταν, κατηφορίζοντας, γυρίζω πίσω στα χώματα.

Ρέει η καρδιά μου. Δε ζητώ την αρχή και το τέλος του κόσμου. Ακολουθώ το φοβερό ρυθμό του και πάω.

Αποχαιρέτα τα πάντα κάθε στιγμή. Στύλωνε τη ματιά σου αργά, παθητικά στο καθετί και λέγε: Ποτέ πια!

Αγνάντευε γύρα σου: Όλα τούτα τα κορμιά που κοιτάς θα σαπίσουν. Σωτηρία δεν υπάρχει.

Κοίταξε: Ζούνε, δουλεύουν, αγαπούν, ελπίζουν. Κοίταξε πάλι: Τίποτα δεν υπάρχει!

Ανεβαίνουν από τα χώματα οι γενεές των ανθρώπων και ξαναπέφτουν πάλι στα χώματα.

Σωριάζεται, πληθαίνει, ανεβαίνει ως τον ουρανό η αρετή κι η προσπάθεια του ανθρώπου.

Που πάμε; Μη ρωτάς! Ανέβαινε, κατέβαινε. Δεν υπάρχει αρχή, δεν υπάρχει τέλος. Υπάρχει η τωρινή τούτη στιγμή, γιομάτη πίκρα, γιομάτη γλύκα, και τη χαίρουμαι όλη.

Καλή είναι η ζωή, καλός ο θάνατος, η Γης στρογγυλή και στερεή, σα στήθος γυναικός στις πολυκάτεχες παλάμες μου.

Λίνουμαι σε όλα. Αγαπώ, πονώ, αγωνίζουμαι. Ο κόσμος μου φαντάζει πλατύτερος από το νου, η καρδιά μου ένα μυστήριο σκοτεινό και παντοδύναμο.

Αν μπορείς, Ψυχή, ανασηκώσου απάνω από τα πολύβουα κύματα και πιάσε μ' ένα κλωθογύρισμα του ματιού σου όλη τη θάλασσα. Κράτα καλά τα φρένα σου να μη σαλέψουν. Κι ολομεμιάς βυθίσου πάλι στο πέλαγο και ξακλούθα τον αγώνα.

Ένα καράβι είναι το σώμα μας και πλέει απάνω σε βαθιογάλαζα νερά. Ποιος είναι ο σκοπός μας; Να ναυαγήσουμε!

Γιατι ο Ατλαντικός είναι καταρράχτης, η Νέα Γης υπάρχει μονάχα στην καρδιά του ανθρώπου, και ξαφνικά, σε στρόβιλο βουβό, θα βουλιάξεις στον καταρράχτη του θανάτου και συ κι όλη η γαλέρα του κόσμου.

Χρέος σου, ήσυχα, χωρίς ελπίδα, με γενναιότητα, να βάνεις πλώρα κατά την άβυσσο. Και να λες: Τίποτα δεν υπάρχει!

Τίποτα δεν υπάρχει! Μήτε ζωή, μήτε θάνατος. Κοιτάζω την ύλη και το νου σα δυο ανύπαρχτα ερωτικά φαντάσματα να κυνηγιούνται, να σμίγουν, να γεννούν και ν' αφανίζουνται, και λέω: «Αυτό θέλω!»

Ξέρω τώρα' δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος. Αυτό θέλω. Δε θέλω τίποτα άλλο. Ζητούσα ελευτερία.
Τίτλος: Απ: Νίκος Καζαντζάκης - Ασκητική
Αποστολή από: Rose στις Αυγούστου 20, 2008, 13:41:11
Η ΠΟΡΕΙΑ

Μα ξάφνου μια σπαραχτικιά κραυγή μέσα μου: «Βοήθεια!» Ποιος φώναξε;

Μάζωξε τη δύναμη σου κι αφουκράσου' όλη η καρδιά του άνθρωπου είναι μια κραυγή. Ακούμπησε απάνω στο στήθος σου να την ακούσεις' κάποιος μέσα σου αγωνίζεται και φωνάζει.

Χρέος σου, σε πάσα στιγμή, μέρα και νύχτα, σε χαρά και σε θλίψη, μέσα από την καθημερινήν ανάγκη, να ξεχωρίσεις την Κραυγή τούτη, να την ξεχωρίσεις ορμητικά ή συγκρατημένα, όπως βολεί στη φύση σου, γελώντας ή κλαίγοντας, ενεργώντας ή στοχαζόμενος, και να μάχεσαι να νιώσεις ποιος είναι αυτός που κιντυνεύει και φωνάζει' και πώς μπορούμε εμείς να στρατευτούμε, όλοι μαζί, και να τόνε λευτερώσουμε.


Μέσα στην πιο μεγάλη χαρά μας ένας μέσα μας φωνάζει: «Πονώ! Θέλω να ξεφύγω από τη χαρά σου! Πλαντώ!»

Μέσα στην πιο μεγάλη απελπισία μας ένας μέσα μας φωνάζει: «Δεν απελπίζουμαι! Παλεύω! Γαντζώνουμαι απάνω από την κεφαλή σου, ξεθηκαρώνω από το σώμα σου, ξεθηκαρώνω από τη γης, δε χωρώ σε μυαλά, σε ονόματα, σε πράξες!»

Μέσα από την πιο πλατιά αρετή μας ένας ανασηκώνεται, απελπισμένος, και φωνάζει: «Στενή είναι η αρετή, δεν μπορώ ν' αναπνέψω' μικρός, στενός είναι ο Παράδεισος, δε με χωράει' σαν άνθρωπος μου φαίνεται ο Θεός σας, δεν τον θέλω!»

Ακούω την άγρια κραυγή κι ανατινάζουμαι. Μέσα μου, η αγωνία που ανηφορίζει συντάζεται, για πρώτη φορά, σε ακέραιη ανθρώπινη φωνή, στρέφεται κατά πρόσωπο και με φωνάζει καθαρά, με τ' όνομα μου, με τ' όνομα του γονιού μου και της ράτσας μου!

Είναι η μεγάλη κρίσιμη στιγμή. Είναι το σύνθημα της Πορείας. Αν δεν ακούσεις την Κραυγή τούτη να σκίζει τα σωθικά σου, μην ξεκινήσεις!

Ξακλούθα με υπομονή, με υποταγή την ιερή θητεία σου στον πρώτο, στο δεύτερο, στον τρίτο βαθμό της προετοιμασίας.

Κι αφουκράζου: Στον ύπνο, στον έρωτα, στη δημιουργία, σε μιαν αφιλόκερδή σου περήφανη πράξη ή μέσα σε βαθιά απελπισμένη σιωπή, ξάφνου μπορεί ν' ακούσεις την Κραυγή και να κινήσεις.

Ως τώρα έρεε η καρδιά μου, ανέβαινε, κατέβαινε με το Σύμπαντο. Μα ως άκουσα την Κραυγή, το σπλάχνο μου και το Σύμπαντο χωρίστηκαν σε δυο στρατόπεδα.

Κάποιος μέσα μου κιντυνεύει, σήκωσε τα χέρια του και μου φωνάζει: «Σώσε με!» Κάποιος μέσα μου ανεβαίνει, παραπατάει και φωνάζει: «Βοήθεια!»

Ποια στράτα από τις δυο αιώνιες να διαλέξω; Ξαφνικά νογώ, από την απόφαση μου τούτη κρέμεται όλη μου η ζωή' κρέμεται όλη η ζωή του Σύμπαντου.

Από τις δυο στράτες, διαλέγω τον ανήφορο. Γιατί; Χωρίς νοητά επιχειρήματα, χωρίς καμιά βεβαιότητα' κατέχω πόσο ανήμπορος στην κρίσιμη τούτη στιγμή είναι ο νους κι όλες οι μικρές βεβαιότητες του ανθρώπου.

Διαλέγω τον ανήφορο, γιατι κατά κει με σπρώχνει η καρδιά μου. «Απάνω! Απάνω! Απάνω!» φωνάζει η καρδιά μου, και την ακολουθώ μ' εμπιστοσύνη.

Νιώθω, αυτό ζητάει από μένα η τρομερή αρχέγονη Κραυγή. Πηδώ στο πλευρό της! Ταυτίζω τη μοίρα μου μαζί της.

Κάποιος μέσα μου αγωνίζεται ν' ανασηκώσει ένα βάρος, ν' αναμερίσει τη σάρκα και το νου, νικώντας τη συνήθεια, την τεμπελιά και την ανάγκη.

Δεν ξέρω από που έρχεται και που πάει. Μέσα στο εφήμερο στήθος μου αδράχνω την πορεία του, αφουκράζουμαι το αγκομαχητο του, ανατριχιάζω αγγίζοντας τον.

Ποιος είναι; Στήνω το αυτί, θέτω σημάδια, οσμίζουμαι τον αγέρα. Ανηφορίζω, ψάχνοντας προς τ' απάνω, αγκομαχώντας. Αρχίζει η φοβερή, η μυστική Πορεία.
 
Τίτλος: Απ: Νίκος Καζαντζάκης - Ασκητική
Αποστολή από: Rose στις Αυγούστου 20, 2008, 13:42:07
Α' ΣΚΑΛΟΠΑΤΙ: ΕΓΩ

Δεν είμαι καλός, δεν είμαι αγνός, δεν είμαι ήσυχος! Αβάσταχτη είναι η ευτυχία κι η δυστυχία μου, είμαι γιομάτος άναρθρες φωνές και σκοτάδι' κυλιούμαι όλο δάκρυα κι αίματα μέσα στη ζεστή τούτη φάτνη της σάρκας μου.

Φοβούμαι να μιλήσω. Στολίζουμαι με ψεύτικα φτερά, φωνάζω, τραγουδώ, κλαίω, για να συμπνίγω την ανήλεη κραυγή της καρδιάς μου.

Δεν είμαι το φως, είμαι η νύχτα' μα μια φλόγα λοχίζει ανάμεσα στα σωθικά μου και με τρώει. Είμαι η νύχτα που την τρώει το φως.

Με κίντυνο, βαρυγκομώντας, τρεκλίζοντας μέσα στο σκοτάδι, πασκίζω να τιναχτώ από τον ύπνο, να σταθώ λίγη ώρα, όσο μπορώ, ορθιος.

Μια μικρή ανυπόταχτη πνοή μάχεται μέσα μου απελπισμένα να νικήσει την ευτυχία, την κούραση και το θάνατο.

Γυμνάζω σαν άλογο πολεμικό το σώμα μου, το συντηρώ λιτό, γερό, πρόθυμο. Το σκληραγωγώ και το σπλαχνίζουμαι. Άλλο άλογο δεν έχω.

Συντηρώ το μυαλό μου ακοίμητο, λαγαρό, ανήλεο. Το αμολώ να παλεύει ακατάλυτα και να κατατρώει, φως αυτό, το σκοτάδι της σάρκας. Άλλο αργαστήρι να κάνω το σκοτάδι φως δεν έχω.

Συντηρώ την καρδιά μου φλεγόμενη, γενναία, ανήσυχη. Νιώθω στην καρδιά μου όλες τίς ταραχές και τις αντινομίες, τις χαρές και τις πίκρες της ζωής. Μα αγωνίζουμαι να τις υποτάξω σ' ένα ρυθμό ανώτερο από το νου, σκληρότερο από την καρδιά μου. Στο ρυθμό του Σύμπαντου που ανηφορίζει.

Η Κραυγή κηρύχνει μέσα μου επιστράτεψη. Φωνάζει: «Εγώ, η Κραυγή, είμαι ο Κύριος ο Θεός σου! Δεν είμαι καταφύγι. Δεν είμαι σπίτι κι ελπίδα. Δεν είμαι Πατέρας, δεν είμαι Γιος, δεν είμαι Πνέμα. Είμαι ο Στρατηγός σου!

»Δέν είσαι δούλος μου μήτε παιχνίδι στις απαλάμες μου. Δεν είσαι φίλος μου, δεν είσαι παιδί μου. Είσαι ο σύντροφος μου στη μάχη.

»Κράτα γενναία τα στενά που σου μπιστεύτηκα' μην τα προδώσεις! Χρέος έχεις και μπορείς στο δικό σου τον τομέα να γίνεις ήρωας.

»Αγάπα τον κίντυνο. Τι είναι το πιο δύσκολο; Αυτό θέλω! Ποιο δρόμο να πάρεις; Τον πιο κακοτράχαλον ανήφορο. Αυτόν παίρνω κι εγώ' ακλούθα μου!

»Να μάθεις να υπακούς. Μονάχα όποιος υπακούει σε ανώτερο του ρυθμό είναι λεύτερος.

»Να μάθεις να προστάζεις. Μονάχα όποιος μπορεί να προστάζει είναι αντιπρόσωπος μου απάνω στη γης ετούτη.

»Ν' αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω.

»Ν' αγαπάς τον καθένα ανάλογα με τη συνεισφορά του στον αγώνα. Μη ζητάς φίλους' να ζητάς συντρόφους!

»Να 'σαι ανήσυχος, αφχαρίστητος, απροσάρμοστος πάντα. Όταν μια συνήθεια καταντήσει βολική, να τη συντρίβεις. Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η ευχαρίστηση.

»Που πάμε; Θα νικήσουμε ποτέ; Προς τι όλη τούτη η μάχη; Σώπα! Οι πολεμιστές ποτέ δε ρωτούνε!»


Σκύβω κι αφουκράζουμαι την πολεμική τούτη Κραυγή στα σωθικά μου. Αρχίζω και μαντεύω το πρόσωπο του Αρχηγού, ξεκαθαρίζω τη φωνή του, δέχουμαι με χαρά και με τρόμο τις σκληρές εντολές του.

Ναι, ναι, δεν είμαι τίποτα. Ένας αχνός φωσφορισμός απάνω στην ογρή πεδιάδα, ένα άθλιο σκουλήκι που σούρνεται κι αγαπάει, φωνάζει και μιλάει για φτερούγες, μια ώρα, δυο ώρες, κι ύστερα το στόμα του φράζει με χώματα. Άλλη απόκριση οι σκοτεινές δυνάμες δε δίνουν.

Μα μέσα μου, μια Κραυγή ανώτερη μου φωνάζει αθάνατη. Τι, θέλοντας και μη, είμαι κι εγώ, σίγουρα, ένα κομμάτι από τ' ορατό κι αόρατο Σύμπαντο. Είμαστε ένα. Οι δυνάμες που δουλεύουν εντός μου, οι δυνάμες που με σπρώχνουν και ζω, οι δυνάμες που με σπρώχνουν και πεθαίνω είναι, σίγουρα, και δικές του δυνάμες.

Δεν είμαι ένα μετέωρο αρίζωτο στον κόσμο. Είμαι χώμα από το χώμα του και πνοή από την πνοή του.

Δε φοβούμαι μοναχός, δεν ελπίζω μοναχός, δε φωνάζω μοναχός μου. Μια παράταξη μεγάλη, μια φόρα του Σύμπαντου φοβάται, ελπίζει, φωνάζει μαζί μου.

Είμαι ένα πρόχειρο γιοφύρι, και Κάποιος αποπάνω μου περνάει και γκρεμίζουμαι ξοπίσω του. Ένας Αγωνιστής με διαπερνάει, τρώει τη σάρκα μου και το μυαλό μου, ν' ανοίξει δρόμο, να γλιτώσει από μένα. Όχι εγώ, Αυτός φωνάζει!  
Τίτλος: Απ: Νίκος Καζαντζάκης - Ασκητική
Αποστολή από: Rose στις Αυγούστου 20, 2008, 13:43:21
Β' Η ΡΑΤΣΑ

Η Κραυγή δεν είναι δική σου. Δε μιλάς εσύ, μιλούν αρίφνητοι πρόγονοι με το στόμα σου. Δεν πεθυμάς εσύ' πεθυμούν αρίφνητες γενεές απόγονοι με την καρδιά σου.

Οι νεκροί σου δεν κείτουνται στο χώμα. Γένηκαν πουλιά, δέντρα, αγέρας. Κάθεσαι στον ίσκιο τους, θρέφεσαι με τη σάρκα τους, αναπνές το χνότο τους. Γένηκαν Ιδέες και πάθη, κι ορίζουν τη βουλή σου και την πράξη.

Οι μελλούμενες γενεές δε σαλεύουν μέσα στον αβέβαιο καιρό, μακριά από σένα. Ζουν, ενεργούν και θέλουν μέσα στα νεφρά και στην καρδιά σου.

Το πρώτο σου χρέος πλαταίνοντας το εγώ σου είναι, στην αστραπόχρονη τούτη στιγμή που περπατάς στη γης, να μπορέσεις να ζήσεις την απέραντη πορεία, την ορατή και την αόρατη, του εαυτού σου.

Δεν είσαι ένας' είσαι ένα σώμα στρατού. Μια στιγμή κάτω από τον ήλιο φωτίζεται ένα από τα πρόσωπα σου. Κι ευτύς σβήνει κι ανάβει άλλο, νεώτερο σου, ξοπίσω σου.

Η ράτσα σου είναι το μεγάλο σώμα, το περασμένο, το τωρινό και το μελλούμενο. Εσύ είσαι μια λιγόστιγμη έκφραση, αυτή είναι το πρόσωπο. Εσύ είσαι ο ίσκιος, αυτή το κρέας.

Δεν είσαι λεύτερος. Αόρατα μυριάδες χέρια κρατούν τα χέρια σου και τα σαλεύουν. Όταν θυμώνεις, ένας προπάππος αφρίζει στο στόμα σου' όταν αγαπάς, ένας πρόγονος σπηλιώτης μουγκαλιέταν όταν κοιμάσαι, ανοίγουν οι τάφοι μέσα στη μνήμη και γιομώνει βουρκόλακες η κεφαλή σου.

Ένας λάκκος αίμα είναι η κεφαλή σου, και μαζώνουνται κοπάδια κοπάδια οι γίσκιοι των πεθαμένων και σε πίνουν να ζωντανέψουν.

«Μην πεθάνεις, για να μην πεθάνουμε!» φωνάζουν μέσα σου οι νεκροι. «Δεν προφτάσαμε να χαρούμε τις γυναίκες που πεθυμήσαμε' πρόφτασε εσύ, κοιμήσου μαζί τους! Δεν προφτάσαμε να κάμουμε έργα τις Ιδέες μας' κάμε τις έργα εσύ! Δεν προφτάσαμε να συλλάβουμε και να στερεώσουμε το πρόσωπο της ελπίδας μας' στερέωσε το εσύ!

»Τέλεψε το έργο μας! Τέλεψε το έργο μας! Μέρα νύχτα μπαινοβγαίνουμε στο κορμί σου και φωνάζουμε. Όχι, δε φύγαμε, δεν ξεκορμίσαμε από σένα, δεν κατεβήκαμε στη γης. Μέσα από τα σωθικά σου ξακλουθουμε τον αγώνα. Λύτρωσε μας!»

Δε φτάνει ν' ακούς μέσα σου τη βουή των προγόνων. Δε φτάνει να τους νιώθεις να παλεύουν μπροστά από το κατώφλι του νου σου. Όλοι χύνουνται να πιαστούν από το ζεστο μυαλό σου, ν' ανέβουν πάλι στο φως της μέρας.

Μα εσύ να ξεδιαλέγεις. Ποιος πρόγονος να γκρεμιστεί πίσω στα τάρταρα του αίματου σου και ποιος ν' ανηφορίσει πάλι στο φως και στο χώμα.

Μην τους λυπάσαι! Κάθου άγρυπνος στην καταβόθρα της καρδιάς σου και ξεδιάλεγε. Τούτος ο ίσκιος, να λες, είναι ταπεινός, σκοτεινός, σα ζώο' να φύγει! Τούτος είναι σιωπηλός και φλεγόμενος, πιο ζωντανός από μένα' ως πιει το αίμα μου όλο!

Φώτισε το σκοτεινό αίμα των προγόνων, σύνταξε τις κραυγές τους σε λόγο, καθάρισε τη βούληση τους, πλάτυνε το στενό τους ανήλεο μέτωπο' αυτο είναι το δεύτερο σου χρέος.

Γιατι δεν είσαι μονάχα σκλάβος. Ευτύς ως γεννήθηκες, μια νέα πιθανότητα γεννήθηκε μαζί σου, ένας λεύτερος σκιρτημός τρικυμίζει τη μεγάλη ζοφερή καρδιά του σόγιου σου.

Φέρνεις, θες δε θες, ένα νέο ρυθμό. Μια νέα επιθυμία, μια νέα Ιδέα, μια θλίψη καινούρια. Θες δε θες, πλουτίζεις το πατρικό σου το σώμα.

Κατά που θα κινήσεις; Πώς θ' αντικρίσεις τη ζωή και το θάνατο, την αρετή και το φόβο; Όλη η γενεά καταφεύγει στο στήθος σου και ρωτάει και προσδοκάει με αγωνία.

Έχεις ευθύνη. Δεν κυβερνάς πια μονάχα τη μικρή ασήμαντη ύπαρξη σου. Είσαι μια ζαριά όπου για μια στιγμή παίζεται η μοίρα του σόγιου σου.

Κάθε σου πράξη αντιχτυπάει σε χιλιάδες μοίρες. Όπως περπατάς, ανοίγεις, δημιουργός την κοίτη όπου θα μπει και θα όδέψει ο ποταμός των απόγονων.

Όταν φοβάσαι, ο φόβος διακλαδώνεται σε αναρίθμητες γενεές και εξευτελίζεις αναρίθμητες ψυχές μπροστά και πίσω σου. Όταν υψώνεσαι σε μια γενναία πράξη, η ράτσα σου αλάκερη υψώνεται και αντρειεύει.

«Δεν είμαι ένας! Δεν είμαι ένας!» Τ όραμα τούτο κάθε στιγμή να σε καίει.

Δεν είσαι ένα άθλιο λιγόστιγμο κορμί' πίσω από την πήλινη ρεούμενη μάσκα σου ένα πρόσωπο χιλιοχρονίτικο ενεδρεύει. Τα πάθη σου κι οι Ιδέες σου είναι πιο παλιά από την καρδιά κι από το μυαλό σου.

Το σώμα σου το αόρατο είναι οι πεθαμένοι πρόγονοι κι οι απόγονοι οι αγέννητοι. Το σώμα σου τ' ορατό είναι οι άντρες, οι γυναίκες και τα παιδιά που ζουν της εδικής σου ράτσας.

Μονάχα εκείνος λυτρώθηκε από την κόλαση του εγώ του που νιώθει να πεινάει όταν ένα παιδί της ράτσας του δεν έχει να φάει, και να σκιρτάει πασίχαρος όταν ένας άντρας και μια γυναίκα του σόγιου του φιλιούνται.

Όλα τούτα είναι μέλη του μεγάλου ορατού κορμιού σου. Πονάς και χαίρεσαι σκορπισμένος ως τα πέρατα της Γης μέσα σε χιλιάδες ομοαίματα κορμιά.

Όπως μάχεσαι για το μικρό σου το σώμα, πολέμα και για το μεγάλο. Πολέμα όλα τούτα τα κορμιά σου να γίνουνε δυνατά, λιτά, πρόθυμα. Να φωτιστεί ο νους τους, να χτυπάει η καρδιά τους φλεγόμενη, γενναία, ανήσυχη.

Πως μπορείς να 'σαι δυνατός, φωτεινός, γενναίος, αν οι αρετές τούτες δεν τρικυμίζουν αλάκερο το μεγάλο σου το σώμα; Πως μπορείς να σωθείς, αν δε σωθεί αλάκερο σου το αίμα; Ένας από τη ράτσα σου να χαθεί, σε συντραβάει στο χαμό του. Ένα μέλος του κορμιού και του νου σου σαπίζει.

Να ζεις βαθιά, όχι σαν Ιδέα, παρά ως σάρκα κι αίμα, την ταυτότητα τούτη.


Είσαι ένα φύλλο στο μέγα δέντρο της ράτσας. Να νιώθεις το χώμα ν' ανεβαίνει από τις σκοτεινές ρίζες και ν' απλοκαμιέται στα κλαριά και στα φύλλα.

Ποιος είναι ο σκοπός σου; Να μάχεσαι να πιαστείς στέρεα από το κλαρί, κι είτε σα φύλλο είτε σαν άνθος είτε σαν καρπός να σαλεύει μέσα σου, ν' ανανεώνεται και ν' αναπνέει αλάκερο το δέντρο.

Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους πρόγονους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει.

Αγωνία μέσα σου. Κάποιος παλεύει να φύγει, να ξεσκιστεί από τη σάρκα σου, να γλιτώσει από σένα. Ένας σπόρος στα νεφρά σου, ένας σπόρος στο μυαλό σου δε θέλει πια να 'ναι μαζί σου, δε χωράει πια στο σπλάχνο σου, μάχεται για ελευτερία.

«Πατέρα, δε χωρώ στην καρδιά σου, θέλω να τη συντρίψω, να περάσω Πατέρα, μισώ το σώμα σου, ντρέπουμαι που είμαι κολλημένος μαζί σου, θα φύγω!

»Κατάντησες άλογο οκνό, τα πόδια σου πια δεν μπορούν ν' ακλουθούν το ρυθμό της καρδίας μου. Βιάζουμαι. Θα πεζέψω, θα καβαλήσω άλλο κορμί και θα σε αφήσω στο δρόμο!»

Και συ, ο πατέρας, χαίρεσαι γρικώντας την καταφρονετικια φωνή του παιδιού σου. «Όλα, όλα για το γιο μου!» φωνάζεις. «Εγώ δεν είμαι τίποτα. Εγώ είμαι ο πίθηκος, αυτός ο άνθρωπος. Εγώ είμαι ο άνθρωπος, αυτός ο γιος του ανθρώπου!»

Μια δύναμη μέσα σου, ανώτερη σου, διαπερνάει συντρίβοντας το κορμί σου και το νου σου και φωνάζει: «Παίξε το τωρινό και το σίγουρο, παίξε το για το μελλούμενο κι αβέβαιο!

»Μην κρατάς τίποτα για υστερνή. Μου αρέσει ο κίντυνος. Μπορεί να χαθούμε, μπορεί να σωθούμε. Μη ρωτάς! Απίθωνε κάθε στιγμή στα χέρια του κίντυνου τον κόσμον όλο! Εγώ, ο σπόρος του αγέννητου, τρώγω τα σωθικά της ράτσας σου και φωνάζω!»  
Τίτλος: Απ: Νίκος Καζαντζάκης - Ασκητική
Αποστολή από: Rose στις Αυγούστου 20, 2008, 13:44:20
Γ' Η ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ

Δε μιλάς εσύ. Μήτε είναι η ράτσα μονάχα μέσα σου που φωνάζει' μέσα σου οι αρίφνητες γενεές των ανθρώπων' άσπροι, κίτρινοι, μαύροι' χιμούν και φωνάζουν.

Λευτερώσου κι από τη ράτσα' πολέμα να ζήσεις όλο τον αγωνιζόμενον άνθρωπο. Κοίτα τον πώς ξεμασκάλισε από τα ζώα, πώς μάχεται να σταθεί όρθιος, να ρυθμίσει τίς άναρθρες κραυγές, να συντηρήσει τη φλόγα ανάμεσα στις πυροστιές, να συντηρήσει το νου ανάμεσα στα κόκαλα της κεφαλής του.

Έλεος να σε κυριέψει για το πλάσμα τούτο που ξεκόρμισε ένα πρωί από τους πίθηκους, γυμνό, ανυπεράσπιστο, χωρίς κέρατα και δόντια, μονάχα με μια σπίθα φωτιά στο μαλακό του το καύκαλο.

Δεν ξέρει από που έρχεται και κατά που πάει. Μα θέλει, αγαπώντας, δουλεύοντας, σκοτώνοντας, να κυριέψει τη γης.

Κοίταξε τους ανθρώπους, λυπήσου τους. Κοίταξε τον εαυτο σου ανάμεσα στους ανθρώπους, λυπήσου τον. Μέσα στο θαμπό σούρουπο της ζωής αγγίζουμε ο ένας τον άλλον, ψαχνόμαστε, ρωτούμε, αφουκραζόμαστε' φωνάζουμε βοήθεια!


Τρέχουμε. Ξέρουμε πώς τρέχουμε να πεθάνουμε, μα δεν μπορούμε να σταματήσουμε. Τρέχουμε.

Μια λαμπάδα κρατούμε και τρέχουμε. Το πρόσωπο μας, μια στιγμή, φωτίζεται' μα βιαστικά παραδίνουμε τη λαμπάδα στο γιο μας κι εύτύς σβήνουμε, κατεβαίνουμε στον Άδη.

Η μάνα κοιτάει μπροστά, κατά την κόρη' η κόρη κοιτάει κι αυτή μπροστά, πέρα από του αντρός της το κορμί, κατά το γιο 'να πώς πορεύεται στη γης ετούτη ο Αόρατος.

Όλοι, χωρίς έλεος, κοιτάζουμε καταμπροστά, σπρωγμένοι από τεράστιες πίσω μας αλάθευτες σκοτεινές δυνάμες.

Σηκώσου απάνω από το πρόσκαιρο μετερίζι του κορμιού σου, κοίταξε πίσω τους αιώνες. Τι βλέπεις; Ζώα γιομάτα τρίχες κι αίματα ανεβαίνουν από τη λάσπη ανταρεμένα. Ζώα γιομάτα τρίχες κι αίματα κατεβαίνουν από τα κορφοβούνια ανταρεμένα.

Σμίγουν μουγκρίζοντας οι δυό στρατοί σαν άντρας με γυναίκα και γίνουνται ένας βώλος αίμα, μυαλό και λάσπη.

Κοίταξε' οι λαοί ανεβαίνουν σα χλόη από τα χώματα και πέφτουν πάλι στα χώματα, λίπασμα γονερό για τις μελλούμενες σπορές. Κι η γης παχαίνει από τη στάχτη, από τα αίματα κι από τα μυαλά των ανθρώπων.

Αρίφνητοι χάνουνται μεσοστρατίς, γεννιούνται και πεθαίνουν στείροι. Καταβόθρες ξαφνικά ανοίγουνται μες στο σκοτάδι, γκρεμίζουνται λαοί, προστάγματα δίχως συνοχή γρικιούνται μέσα στην ακατάστατη βουή, και το ανθρώπινο κοπάδι ταράζεται και σκορπίζει.

Ξαφνικά μαντεύουμε κάτωθε και γύρα μας και μέσα στην άβυσσο της καρδιάς μας τις τυφλές, αχόρταγες, χωρίς καρδιά, χωρίς μυαλό δυνάμες.

Σ' ένα πέλαγο τρικυμισμένο αρμενίζουμε, το νιώθουμε σε μιαν κίτρινη αστραπή, σ' ένα τσόφλι μπιστευτήκαμε τα πλούτη μας, τα παιδιά και τους θεούς μας.

Κύματα σκοτεινά, πηχτά, όλο αίματα οι αίώνες ανεβοκατεβαίνουν. Η κάθε στιγμή είναι μια άβυσσο που ανοίγει.

Αγνάντευε το σκοτεινό πέλαγο χωρίς να τρεκλίζεις, κοίταζε κατάματα την άβυσσο, κάθε στιγμή, χωρίς φαντασία, αναίδεια και φόβο. Χωρίς φαντασία, αναίδεια και φόβο. Μα δε φτάνει' κάμε ένα βήμα ακόμα' πολέμησε να δώσεις νόημα στ' ασυνάρτητα παλέματα του ανθρώπου.

Γύμναζε την καρδιά σου να κυβερνάει όσο μπορεί πιο απλόχωρη παλαίστρα. Ανακύκλωνε σ' έναν αιώνα, υστέρα σε δυο αιώνες, υστέρα σε τρεις, σε δέκα, σε όσους αιώνες αντέχεις, την πορεία του ανθρώπου. Γύμναζε το μάτι σου να θεάται να κινούνται λαοί σε μεγάλα χρονικά διαστήματα.

Βυθίζου στ' όραμα τούτο με υπομονή, με αγάπη κι υψηλή αφιλοκέρδεια' ωσότου αγάλια εντός σου ο κόσμος ν' ανασάνει: να φωτιστούν οι αγωνιζόμενοι, να σμίξουν στην καρδιά σου και ν' αναγνωριστούν αδερφοί.


Η καρδιά σμίγει ό,τι ο νους χωρίζει, ξεπερνάει την παλαίστρα της ανάγκης και μετουσιώνει το πάλεμα σε αγάπη.

Ακροπόδιζε στον αχόρταγο γκρεμό και πολέμα να συντάξεις τ' όραμα. Ανασήκωσε την πολύχρωμη καταπαχτή του μυστήριου' τ' άστρα, τις θάλασσες, τους ανθρώπους, τις Ιδέες' δώσε μορφή και νόημα στην άμορφη, άμυαλη απεραντοσύνη.

Περιμάζωξε στην καρδιά σου όλες τις τρομάρες, ανασύνθεσε όλες τις λεπτομέρειες. Ένας κύκλος είναι η λύτρωση' κλείσε τον!

Τι θα πει ευτυχία; Να ζει όλες τις δυστυχίες. Τι θα πει φως; Να κοιτάς με αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια.

Είμαστε ένα γράμμα ταπεινό, μια συλλαβή, μια λέξη από τη γιγάντια Οδύσσεια. Είμαστε βυθισμένοι σ' ένα γιγάντιο τραγούδι και λάμπουμε όπως λάμπουν τα ταπεινά χοχλάδια όσο είναι βυθισμένα στη θάλασσα.

Ποιο είναι το χρέος μας; Ν' ανασηκώσουμε το κεφάλι από το κείμενο, μια στιγμή, όσο αντέχουν τα σπλάχνα μας, και ν' αναπνέψουμε το υπερπόντιο τραγούδι.

Να σμίξουμε τις περιπέτειες, να δώσουμε νόημα στο ταξίδι, να παλεύουμε ακατάλυτα με τους ανθρώπους, με τους θεούς και με τα ζώα, κι αργά, υπομονετικά, να μολώνουμε μέσα στα φρένα μας, μελούδι από το μελούδι μας, την Ιθάκη.

Σαν ένα νησί, αργά, με φοβερόν αγώνα, υψώνεται μέσα από τον ωκεανό του ανύπαρχτου το έργο του ανθρώπου.

Μέσα στο μερόνυχτα στερεούμενο τούτο αλώνι οι γενεές δουλεύουν, αγαπούν, ελπίζουν, αφανίζουνται. Νέες γενεές πατούν τα κουφάρια των πατέρων, συνεχίζουν το έργο απάνω στην άβυσσο και μάχουνται να μερώσουν το τρομερό μυστήριο' πώς; καλλιεργώντας ένα χωράφι, φιλώντας μια γυναίκα, μελετώντας μιαν πέτρα» ένα ζώο, μιαν Ιδέα.

Έρχουνται σεισμοι, το νησί σαλεύει, μια γωνιά γκρεμίζεται, μια άλλη ανεβαίνει από τ' ανήλιαγα κύματα.

Ένας αργάτης πελαγίσιος είναι ο νους, κι είναι η δουλειά του να μολώνει το χάος.

Απ' όλες τούτες τις γενεές, άπ' όλες τις δυστυχίες και τις χαρές, από τους έρωτες, από τους πολέμους, από τις Ιδέες, αναδίνεται μια φωνή αγνή και γαλήνια' αγνή και γαλήνια, γιατι περιέχει όλες τις αμαρτίες και τις ανησυχίες του αγωνιζόμενου ανθρώπου και τις ξεπερνάει κι ανεβαίνει.

Μέσα απ' όλο τούτο το ανθρώπινο υλικό ένας ανηφορίζει με τα χέρια, με τα πόδια, πνιμένος στα δάκρυα και στα αίματα, κι αγωνίζεται να σωθεί.

Να σωθεί από ποιόν; Από το κορμί που τον περικλείνει, από το λαό που τον αναβαστάει, από τη σάρκα, από την καρδιά κι από τα φρένα του ανθρώπου.

Κύριε, ποιος είσαι; Σάν Κένταυρος υψώνεσαι μπροστά μου, με τα χέρια στον ουρανό τανυσμένα, με τα πόδια καρφωμένα στη λάσπη.

Είμαι Εκείνος που αιώνια ανεβαίνει!

Γιατί ανεβαίνεις; Ξενεφρίζεσαι, αγωνιάς, μάχεσαι να ξεθηκαρώσεις από το ζώο. Από το ζώο κι από τον άνθρωπο. Μη με αφήνεις!

Μάχουμαι, ανεβαίνω, για να μην πνιγώ. Απλώνω τα χέρια μου, πιάνουμαι απ' όλα τα ζεστά κορμιά, σηκώνω απάνω από το μυαλό το κεφάλι μου για ν' αναπνέψω' ολούθε πνίγουμαι, πουθενά δε χωρώ!

Κύριε, γιατι τρέμεις;

Φοβούμαι! Ο σκοτεινός ανήφορος δεν έχει τελειωμό. Μια φλόγα είναι η κεφαλή μου κι αιώνια ξεκορμίζει' μα το πνέμα της νύχτας αιώνια φυσάει να με σβήσει. Ο αγώνας μου όλος πάσα στιγμή κιντυνεύει. Ο αγώνας μου όλος σε κάθε κορμί κιντυνεύει. Πατώ, παραπατώ μέσα στις σάρκες, σαν ένας νυχτωμένος στρατοκόπος, και φωνάζω: Βοήθεια!
 
Τίτλος: Απ: Νίκος Καζαντζάκης - Ασκητική
Αποστολή από: Rose στις Αυγούστου 20, 2008, 13:45:15
Δ' Η ΓΗΣ

Δε φωνάζεις εσύ. Δε φωνάζει η ράτσα σου μέσα στο εφήμερο στήθος σου. Δε φωνάζουν μονάχα οι άσπρες, οι κίτρινες, οι μαύρες γενεές των ανθρώπων στην καρδιά σου. Η Γης αλάκερη, με τα νερά και τα δέντρα της, με τα ζώα, με τους ανθρώπους και τους θεούς της μέσα στο στήθος σου φωνάζει.

Ανασηκώνεται η Γης μέσα στα φρένα σου και θωράει για πρώτη φορά αλάκερο το σώμα της.


Ανατριχιάζει' είναι ένα ζώο που τρώει, γεννάει, σαλεύει, θυμάται. Πεινάει, τρώει τα παιδιά της 'φυτά, ζώα, ανθρώπους, Ιδέες' τ' αλέθει στα σκοτεινά σαγόνια της, τα ξαναπερνάει από το κορμί της και τα ξαναχύνει στο χώμα.

Θυμάται, αναμαυλάει τα πάθη της. Μέσα στην καρδιά μου το μνημονικό της ανοίγει, απλώνεται, κυριεύει τον καιρό.

Δεν είναι τούτη η καρδιά που πηδάει και χτυπάει μέσα στο αίμα. Είναι η Γης αλάκερη. Στρέφεται πίσω της και ξαναζεί το φοβερό ανηφόρισμά της στο χάος.

Θυμούμαι μιαν ατέλειωτη ερημιά από άναρχη φλεγόμενη ύλη. Καίγουμαι! Περνώ τον άμετρο ανοργάνωτο καιρό, ολομόναχος, απελπισμένος, κραυγάζοντας στην έρημία.

Κι αργά η φλόγα καταλαγιάζει, η μήτρα της ύλης δροσερεύει, ζωντανεύει η πέτρα, και θρύβεται' κι ανεβαίνει τρέμοντας στον αγέρα ένα μικρό, πράσινο φύλλο. Πιάνεται από το χώμα, στερεώνεται, σηκώνει το κεφάλι του και τα χέρια, αρπάζει τον αγέρα, το νερό, το φως, αρμέγει το Σύμπαντο.

Αρμέγει το Σύμπαντο και θέλει να το περάσει από το λιγνό σαν την κλωστή κορμί του και να το κάμει ανθό, καρπό και σπόρο. Να το κάμει αθάνατο.

Ανατριχιάζει η θάλασσα, σκίζεται σε δυο, κι ανεβαίνει από το λασπερό βυθό της ένα λιμασμένο, ανήσυχο, αόμματο σκουλήκι.

Νικήθηκε το βάρος, ανασηκώθηκε η πλάκα του θανάτου, προβαίνουν γιομάτα έρωτα και πείνα οι στρατιές τα δέντρα και τα ζώα.

Κοιτώ τη Γης με το λασπωμένο μυαλό της κι ανατριχιάζω ξαναζώντας τον κίντυνο. Μπορούσα να βουλιάξω, να χαθώ μέσα στις ρίζες τούτες που πίνουν μ' ευδαιμονία τη λάσπη' μπορούσα να πλαντάξω μέσα στο χοντρό τούτο μυριοζάρωτο τομάρι' ή να σπαράζω αιώνια μέσα στο αιματερό σκοτεινό καύκαλο του παμπάλαιου πρόγονου.

Μα γλίτωσα. Πέρασα τα παχιόφλουδα φυτά, πέρασα τα ψάρια, τα πουλιά, τα θεριά, τους πιθήκους. Έκαμα τον άνθρωπο.

Έκαμα τον άνθρωπο, και τώρα μάχουμαι να τον ξεκάμω!

«Δε χωρώ! Δε χωρώ! Θέλω να ξεφύγω!» Η κραυγή τούτη αιώνια ρήμαζε και κάρπιζε τα σωθικά του κόσμου. Πηδούσε από σώμα σε σώμα, από γενεά σε γενεά, από είδος σε είδος, ολοένα πιο σαρκοβόρα και πιο δυνατή. Όλοι οι γονιοί φωνάζουν: «Θέλω να γεννήσω γιον ανώτερο μου!»

Στις φοβερές στιγμές που η Κραυγή περνάει από το κορμί μας, νιώθουμε μιαν προανθρώπινη δύναμη ανήλεη να μας σπρώχνει. Ένα χείμαρρο βουερό, λασπερό από πίσω μας, γιομάτο αίμα, δάκρυα, ιδρώτα, αλαλαγμούς χαράς, ηδονής και θανάτου.

Ένας άνεμος ερωτικός φυσάει απάνω στη Γης, ίλιγγος κυριεύει όλα τα ζωντανά και σμίγουν στη θάλασσα, στις σπηλιές, στον αγέρα, κάτω από το χώμα, μεταγγίζοντας από κορμί σε κορμί μια μεγάλη ακατανόητη αγγελία.

Και τώρα μονάχα εμείς, νογώντας πίσω μας την έφοδο, θαμπά αρχινούμε και μαντεύουμε γιατί πάλευαν, γεννούσαν και πέθαιναν τα ζώα, και πίσω τους τα φυτά, και πίσω όλη η ανοργάνωτη εφεδρεία.

Έλεος, ευγνωμοσύνη και σέβας μας κυριεύει για τους παλιούς μας συντρόφους στη μάχη. Δούλευαν, αγαπούσαν και πέθαιναν για ν' ανοίξουν το δρόμο να περάσουμε.

Όμοια κι εμείς, μέσα στην ίδια ηδονή, παράφορα κι αγωνία, δουλεύουμε για κάποιον Άλλον, που σε κάθε γενναία μας πράξη προχωράει κι ένα βήμα.

Όλος μας ο αγώνας θα 'χει πάλι ένα σκοπό ανώτερο μας, όπου θα χρησιμέψουν και θ' αγιάσουν οι μόχτοι μας, οι αθλιότητες και τα εγκλήματα.


Μια έφοδο είναι τούτη! Μια πνοή χιμάει, τρικυμίζει, καρποβολάει την ύλη, περνάει τα ζώα, δημιουργάει τον άνθρωπο, πιάνεται από πάνω του σαν όρνιο αρπαχτικό και στρηνιάζει.

Είναι η σειρά μας! Μας δουλεύει, κατεργάζεται εντός μας την ύλη και την κάνει πνέμα, πατάει το μυαλό μας, πηδάει καβάλα στο σπέρμα και μάχεται, κλοτσώντας πίσω το κορμί μας, να ξεφύγει.

Σα να 'ναι όλη η ζωή ετούτη τ' ορατό αιώνιο κυνήγι ενός αόρατου Γαμπρού, που κυνηγάει από κορμί σε κορμί την αιωνιότητα, την αδάμαστη Νύφη.

Κι εμείς, όλο το ψίκι της γαμήλιας πομπής, φυτά, ζώα, άνθρωποι, χιμούμε τρέμοντας προς τη μυστική παστάδα. Και καθένας κρατάει με δέος τα ιερά σύμβολα του γάμου' άλλος το Φαλλό, άλλος τη Μήτρα.
 
Τίτλος: Απ: Νίκος Καζαντζάκης - Ασκητική
Αποστολή από: Rose στις Αυγούστου 20, 2008, 13:46:24
ΤΟ ΟΡΑΜΑ

Άκουσες την Κραυγή και κίνησες. Πέρασες από αγώνα σε αγώνα όλες τις πολεμικές θητείες του στρατευόμενου ανθρώπου.

Πολέμησες μέσα στο μικρό τσαντίρι του κορμιού σου, μάνα, στενή σου φάνταξε η παλαίστρα, πνίγουσουν, και χύθηκες να ξεφύγεις.

Στρατοπέδεψες στη ράτσα σου,' γιόμωσες χέρια και καρδιές, ανάστησες με το αίμα σου τους φοβερούς προγόνους και κίνησες μαζί με τους νεκρούς, τους ζωντανούς και τους αγέννητους να πολεμήσεις.

Και μονομιάς όλες οι ράτσες κίνησαν μαζί σου, το ίερό στράτεμα του ανθρώπου ανασυντάχτηκε ξοπίσω σου, όλη η γης βούισε σα στρατόπεδο.

Ανέβηκες, κι από αψηλή κορφή αλάκερο το σχέδιο της μάχης διακλαδώθηκε μέσα στους γύρους του μυαλού σου κι όλες οι αντιμαχόμενες εκστρατείες έσμιξαν στο μυστικό στρατόπεδο της καρδιάς σου.

Κι από πίσω συντάχτηκαν τα ζώα και τα φυτά, σα μεταγωγικά στα μαχόμενα μπροστά στρατέματα του ανθρώπου.

Τώρα η Γης αλάκερη πιάστηκε απάνω σου, έγινε κορμί σου, φωνάζει μέσα στο χάος.


Πώς να πολιορκήσω με λόγια το φοβερό τούτο δράμα; Σκύβω στο χάος κι αφουκράζουμαι. Ένας ανεβαίνει αγκομαχώντας μυστικό, επικίντυνο ανήφορο.

Μοχτάει, αγωνίζεται με πείσμα ν' ανηφορίσει. Μα βρίσκει εμπόδιο αντίδρομή του ορμή: Ένας κατεβαίνει βιαστικά μυστικό, καλόβολο πολύ κατήφορο.

Η Πνοή, μέσα στο ρέμα το πηχτό που κατεβαίνει, μελίζεται, στροβιλίζεται και μια στιγμή' όσο βαστάει κάθε ζωή' σοζυγιάζουνται οι δυο αντίδρομες επιθυμίες.

Να πώς γεννιούνται τα κορμιά, να πώς δημιουργιέται ο κόσμος κι ισορροπούνε μέσα στα ζωντανά οι δυο αντιστρατευόμενες δυνάμες.

Μια στιγμή, τον Ένα που ανηφορίζει τον περιτυλίγει σφιχτά ένα σώμα αγαπημένο, το σώμα του, και του αργοποράει το ανέβασμα. Μα γρήγορα, με τον έρωτα, με το θάνατο, του ξεφεύγει. Κι εξακολουθεί την πορεία.

Πατάει το άψυχο, πλάθει το φυτο και το γιομώνει. Στρατοπεδεύει αλάκερος' αλάκερος, θα πει: μαζί με τη λαχτάρα και τη δύναμη να ξεφύγει.

Ανασηκώνεται λίγο, αναπνέει με κόπο, πνίγεται. Παρατάει στα φυτά όσο βάρος, όση νάρκη κι ακινησία μπορεί, αλαφρώνει και πηδάει, αλάκερος πάλι, πιο πέρα και πιο πάνω, δημιουργώντας τα ζώα, και στρατοπεδεύει αλάκερος στα νεφρά τους.

Αλάκερος, πάλι, θα πει: μαζί με τη λαχτάρα και τη δύναμη να ξεφύγει.

Τα σώματα αναπνένε, θρέφουνται, ταμιεύουν δυνάμες, και σε μια στιγμή ερωτική συντρίβουνται, ξοδεύουν τα πάντα κι αδειάζουν, για ν' αφήσουν στο γιο την ψυχή τους. Ποιαν ψυχή; Την ορμή προς τ' απάνω!

Λαγαρίζεται αργά, με αγώνα, ανάμεσα από τα κορμιά τους, παρατάει πάνω τους όσα πάθη, όση σκλαβιά, ανημποριά και σκοτάδι μπορεί.

Κι ανασηκώνεται πάλι, πιο ανάλαφρος, και χιμάει να ξεφύγει' κι η ορμή τούτη για την ελευτερία, παλεύοντας με την ύλη, αργά δημιουργάει την κεφαλή του ανθρώπου.

Και τώρα, το νιώθουμε με τρόμο, μάχεται πάλι να ξεφύγει από πάνω μας, να μας παραπετάξει με τα φυτά και τα ζώα, να πηδήξει πιο πέρα. Ήρθε χαρά και πίκρα μεγάλη! η στιγμή να παραπεταχτουμε κι εμείς, οι πρωτοπόροι, στην εφεδρεία.

Πίσω από τη ροή του κορμιού και του μυαλού μου, πίσω από τη ροή της ράτσας μου και των ανθρώπων, πίσω από τη ροή των ζώων και των φυτών, βλέπω τρέμοντας τον Αόρατο που πατάει όλα τα ορατά κι ανεβαίνει.

Και κάτω από τη βαριά, αίματωμένη του πατούσα γρικώ όλα τα ζωντανά να συντρίβουνται.

Αγέλαστο είναι το πρόσωπο του, βουβό, σκοτεινό, πέρα από τη χαρά κι από τη θλίψη, πέρα από την ελπίδα.

Τρέμω. Είσαι συ ο Θεός μου; Το σώμα σου είναι γιομάτο μνήμη. Σαν ένας χρόνια φυλακισμένος ξόμπλιασες με αλλόκοτα δέντρα και μαλλιαρούς δράκους, μ' αιματερές περιπέτειες, με κραυγές και χρονολογίες τα μπράτσα σου και το στήθος.

Κύριε, Κύριε, μουγκαλιέσαι σα ζώο! Τα πόδια σου είναι γιομάτα αίμα και λάσπη' τα χέρια σου είναι γιομάτα αίμα και λάσπη' βαριά σα μυλόπετρα είναι τα σαγόνια σου κι αλέθουν.

Πιάνεσαι από τα δέντρα, από τα ζώα, πατάς τον άνθρωπο, φωνάζεις. Ανηφορίζεις τον ατέλειωτο μαύρο γκρεμό του θανάτου και τρέμεις.

Που πας; Πληθαίνει ο πόνος, πληθαίνει το φως και το σκοτάδι. Κλαις, πιάνεσαι απάνω μου, θρέφεσαι με το αίμα μου, αντρειεύεις και λαχτίζεις την καρδιά μου. Σε κρατώ στο στήθος μου, σε φοβούμαι και σε σπλαχνίζουμαι.


Σα να θάψαμε Κάποιον που τον θαρρούσαμε νεκρό και τώρα τον ακούμε μέσα στη νύχτα να φωνάζει: Βοήθεια! Κι ανασηκώνει με αγώνα την ταφόπετρα, την ψυχή και το κορμί μας, όλο πιο αψηλά, όλο πιο λεύτερα αναπνέοντας.

Κάθε λόγος, κάθε πράξη, κάθε Ιδέα είναι η βαριά του ταφόπετρα και την ανασηκώνει. Και το κορμί μου κι όλος ο κόσμος που αγναντεύουμε, ουρανός και γης, είναι η ταφόπετρα, κι ο Θεός αγωνίζεται να την ανασηκώσει.

Τα δέντρα φωνάζουν, τα ζώα, τ΄ άστρα: Χανόμαστε! Δυο χέρια, μεγάλα ίσαμε τον ουρανό, πετιούνται από κάθε ζωντανό και ζητούν βοήθεια.

Με τα γόνατα κλειδωμένα στο πιγούνι, με τα χέρια απλωμένα κατά το φως, με τις πατούσες των ποδιών στη ράχη, ένα κουβάρι, στριγμώνεται ο Θεός στο κάθε μόριο σάρκας.

Όταν ανοίγω ένα καρπό, τέτοιος μου ξεσκεπάζεται μέσα μου ο σπόρος. Όταν μιλώ με τους ανθρώπους, αυτό ξεκρίνω μέσα στο χοντρό, πηχτολάσπωτο μυαλό τους.

Ο Θεός μάχεται στο κάθε πράμα, με τα χέρια τανυσμένα προς το φως. Ποιο φως; Όξω κι απάνω από κάθε πράμα!

Δεν είναι μονάχα ο πόνος η ουσία του Θεού μας' μήτε η ελπίδα στη μελλούμενη ζωή είτε στην επίγεια τούτη' μήτε η χαρά κι η νίκη. Κάθε θρησκεία, υψώνοντας σε λατρεία μια από τις αρχέγονες όψες τούτες του Θεού, στενεύει την καρδιά και το νου μας.

Η ουσία του Θεού μας είναι ο ΑΓΩΝΑΣ. Μέσα στον αγώνα τούτον ξετυλίγουνται και δουλεύουν αιώνια ο πόνος, η χαρά κι η ελπίδα.

Το ανηφόρισμα, ο πόλεμος με το αντίδρομο ρέμα, γεννάει τον πόνο. Μα ο πόνος δεν είναι ο απόλυτος μονάρχης. Η κάθε νίκη, η κάθε προσωρινή ισορρόπηση στο ανηφόρισμα γιομώνει χαρά το κάθε ζωντανό, που αναπνέει, θρέφεται, ερωτεύεται και γεννάει.


Μα μέσα από τη χαρά κι από τον πόνο αναπηδάει αιώνια η ελπίδα να ξεφύγουμε από τον πόνο, να πλατύνουμε τη χαρά.

Κι αρχίζει πάλι το ανηφόρισμα' ο πόνος' και ξαναγεννιέται η χαρά και ξαναπηδάει η νέα ελπίδα. Ποτέ δεν κλείνει ο κύκλος. Δεν είναι κύκλος' είναι ένας στρόβιλος που αιώνια ανεβαίνει, πλαταίνοντας, τυλίγοντας, ξετυλίγοντας, τον τρισυπόστατον αγώνα.

Ποιος είναι ο σκοπός του αγώνα τούτου; Έτσι ρωτάει ο κακομοίρης, συφεροντολόγος πάντα, νους του ανθρώπου, ξεχνώντας πως η Μεγάλη Πνοή δε δουλεύει μέσα σε ανθρώπινο καιρό, τόπο κι αιτιότητα.

Η Μεγάλη Πνοή είναι ανώτερη από τ' ανθρώπινα τούτα ρωτήματα. Έχει πλούσιες, πολυπλάνητες ορμές, που για το λιγόπνοο νου μας φαντάζουν αντίφασες' μα μέσα στην ουσία της θεότητας αδερφώνουνται και πολεμούν όλες μαζί, πιστές παραστάτισσες.

Η αρχέγονη Πνοή διακλαδίζεται, ξεχύνεται, μάχεται, αποτυχαίνει, πετυχαίνει, ασκείται. Είναι το Ρόδο των ανέμων!

Αρμενίζουμε κι εμείς και ταξιδεύουμε, θέλοντας το και μη, ξέροντας το κι ασύνειδα, μέσα στις θεϊκές απόπειρες. Έχει λοιπόν κι εμάς η πορεία μας στοιχεία αιώνια, χωρίς αρχή και τέλος, βοηθάει το Θεό, κιντυνεύει μαζί του.

Ποια είναι η ορμή, άπ' όλες τις ορμές του Θεού, που ο άνθρωπος μπορεί να συλλάβει; Τούτη μονάχα: Μιαν κόκκινη γραμμή απάνω στη γης ξεκρίνουμε, μιαν κόκκινη αιματερή γραμμή, που με αγώνα ανηφορίζει από την ύλη στα φυτά, από τα φυτά στα ζώα, από τα ζώα στον άνθρωπο.

Ο ακατάλυτος τούτος προανθρώπινος ρυθμός είναι απάνω στη γης ετούτη η μόνη ορατή οδοιπορία του Αόρατου. Φυτά, ζώα, άνθρωποι, είναι τα σκαλοπάτια που δημιουργάει ο Θεός για να πατήσει και ν' ανέβει.

Δύσκολος, φοβερός, ατέλειωτος ανήφορος. Στήν έφοδο τούτη ο Θεός θα νικήσει, θα νικηθεί; Υπάρχει νίκη; Υπάρχει νικημός; Το σώμα μας θα σαπίσει, θα ξαναγυρίσει στο χώμα, μα Εκείνος που μια στιγμή το διαπέρασε τι θα γίνει;

Μα όλες τούτες οι έγνοιες είναι κατώτερες, κι όλες οι ελπίδες κι οι απελπισίες εξαφανίζουνται μέσα στο λιμασμένο, χωνευτό στρόβιλο του Θεού. Ο Θεός γελάει, θρηνάει, σκοτώνει, μας βάνει φωτιά και μας αφήνει μεσοστρατίς, αποκαψίδια!

Κι εγώ χαίρουμαι νιώθοντας ανάμεσα στα δυο μελίγγια μου, σαν ανοιγοσφάλιγμα ματιού, την αρχή και το τέλος του κόσμου.


Συμπυκνώνω σε μιαν αστραπόχαρη στιγμή τη σπορά, το φύτρωμα, το άνθισμα, το κάρπισμα και την εξαφάνιση του κάθε δέντρου, ζώου, ανθρώπου, άστρου και θεού.

Όλη η Γης ένας σπόρος φυτεμένος μέσα στους γύρους του μυαλού μου. Ό,τι αρίφνητα χρόνια πολεμάει μέσα στη σκοτεινή μήτρα της ύλης να ξετυλιχτεί και να καρπίσει, μέσα στο κεφάλι μου ξεσπάει σα μια μικρή βουβή αστραπή.

Αχ! την αστραπή τούτη ν' ατενίζουμε, να την κρατήσουμε μια στιγμή, να την οργανώσουμε σε ανθρώπινο λόγο!

Τη στιγμιαία τούτη αιωνιότητα που τα κλείνει όλα, περασμένα και μελλούμενα, να τη στερεώσουμε, μα δίχως να χαθεί όλο το γιγάντιο ερωτικό στροβίλισμα σε λεχτικήν ακινησία!

Σα μια κιβωτό η κάθε λέξη, και χορεύουμε γύρα της, με ανατριχίλα νογώντας το Θεό σα φοβερό της περιεχόμενο.

Ό,τι ζεις στην έκσταση ποτέ δε θα μπορέσεις να το στερεώσεις σε λόγο. Όμως μάχου ακατάπαυτα να το στερεώσεις σε λόγο. Πολέμα με μύθους, με παρομοίωσες, με αλληγορίες, με κοινές και σπάνιες λέξες, με κραυγές και με ρίμες να του δώσεις σάρκα, να στερεώσει! 

Όμοια κάνει κι ο Θεός, ο Μέγας Εκστατικός. Μιλάει, μάχεται να μιλήσει, με θάλασσες και με φωτιές, με φτερά, με χρώματα, με κέρατα, με νύχια, με αστερισμούς και πεταλούδες, με ανθρώπους, όπως μπορεί, για να στερεώσει την έκσταση του.

Είμαι κι εγώ, σαν κάθε πράμα ζωντανό, στο κέντρο του παγκόσμιου στροβίλου. Είμαι το μάτι των τεράστιων ποταμών, κι όλα γύρα μου χορεύουν, κι ο κύκλος στενεύει ολοένα ορμητικότερος και χύνουνται ουρανός και γης στην κόκκινη καταβόθρα της καρδίας μου.

Κι ο Θεός με αντικρίζει με τρόμο κι αγάπη' άλλη ελπίδα δεν έχει' και λέει: «Τούτος ο Εκστατικός, που όλα τα γεννάει, τα χαίρεται και τα εξαφανίζει, τούτος ο Εκστατικός είναι ο Γιος μου!»
Τίτλος: Απ: Νίκος Καζαντζάκης - Ασκητική
Αποστολή από: Rose στις Αυγούστου 20, 2008, 13:47:32
Η ΠΡΑΞΗ

Α' ΣΧΕΣΗ ΘΕΟΥ ΚΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ


Η στερνή, η πιο ιερή μορφή της θεωρίας είναι η πράξη.

Όχι να βλέπεις πώς πηδάει η σπίθα από τη μια γενεά στην άλλη, παρά να πηδάς, να καίγεσαι μαζί της.

Η πράξη είναι η πλατύτερη θύρα της λύτρωσης. Αυτή μονάχα μπορεί να δώσει απόκριση στα ρωτήματα της καρδιάς. Μέσα στις πολύγυρες περιπλοκές του νου, αυτή βρίσκει το συντομώτερο δρόμο. Όχι βρίσκει' δημιουργάει δρόμο, κόβοντας δεξά ζερβά την αντίσταση της λογικής και της ύλης.

Γιατι αγωνίστηκες πίσω από τα φαινόμενα κυνηγώντας τον Αόρατο; Γιατί όλη ετούτη η πολεμική, η ερωτική πορεία ανάμεσα από τη σάρκα σου, από τη ράτσα, από τον άνθρωπο, από τα φυτά κι από τα ζώα; Γιατί, πέρα από τους άθλους τούτους, ο γάμος ο μυστικός, ο τέλειος εναγκαλισμός, η βακχική μαινόμενη επαφή μέσα στο σκοτάδι και στο φως;

Για να φτάσεις άπ' όπου κίνησες' στο εφήμερο, παλλόμενο, μύστηριώδικο σημείο της ύπαρξης σου, με νέα μάτια, με νέα αυτιά, με νέα γέψη, όσφρηση κι αφή, με φρένα καινούρια.

Το βαθύ, ανθρώπινο χρέος μας είναι όχι να ξεδιαλύνουμε και να φωτίσουμε το ρυθμό της πορείας του Θεού, παρά να προσαρμόσουμε, όσο μπορούμε, μαζί του το ρυθμό της μικρής, λιγόχρονης ζωής μας.

Έτσι μονάχα κατορθώνουμε να έχτελουμε κάτι αιώνιο εμείς οι θνητοί, γιατι συνεργαζόμαστε με κάποιον Αθάνατο.

Έτσι μονάχα νικούμε τη λεπτομέρεια, τη θανάσιμη αμαρτία, νικούμε τη στενότητα του μυαλού μας, μετουσιώνουμε τη σκλαβιά του χωματένιου υλικού, που μας δόθηκε να δουλέψουμε, σ' ελευτερία.


Μέσα σε όλα τούτα, πέρα άπ' όλα τούτα, όλοι οι άνθρωποι κι οι λαοι, όλα τα φυτά και τα ζώα, όλοι οι θεοι κι οι δαιμόνοι, σαν ένας στρατός, ορμούν προς τ' απάνω, συνεπαρμένοι από μιαν ακατανόητη, ακαταμάχητη Πνοή.

Την Πνοή τούτη μαχόμαστε να κάμουμε ορατή, να της δώσουμε πρόσωπο, να την τυλίξουμε μέσα σε λέξες, σε αλληγορίες και στοχασμούς και ξόρκια, να μη μας φύγει.

Μα δε χωράει στα είκοσι τέσσερα γράμματα που αραδιάζουμε' ξέρουμε, όλες τούτες οι λέξες, οι αλληγορίες, οι στοχασμοί και τα ξόρκια είναι πάλι μια νέα μάσκα που κρύβει την Άβυσσο.

Μα έτσι μονάχα, περιορίζοντας την απεραντοσύνη, μπορούμε, μέσα στα σύνορα του νεοχαραγμένου ανθρώπινου κύκλου, να δουλέψουμε.

Τι θα πει να δουλέψουμε; Να γιομώσουμε τον κύκλο τούτον με πεθυμιές, με ανησυχίες και με πράξες, ν' απλωθούμε και να φτάσουμε τα σύνορα, να μη χωρούμε πια, να ραΐζουν και να γκρεμίζουνται. Έτσι, δουλεύοντας τα φαινόμενα, πληθαίνουμε, πλαταίνουμε την ουσία.

Γι' αυτο, υστέρα από την επαφή μας με την ουσία, ο γυρισμός μας στα φαινόμενα έχει ανυπολόγιστη αξία.

Είδαμε τον ανώτατο κύκλο των στροβιλιζόμενων δυνάμεων. Τον κύκλο αυτόν τον ονοματίσαμε Θεό. Μπορούσαμε να του δώσουμε ό,τι άλλο όνομα θέλαμε: Άβυσσο, Μυστήριο, Απόλυτο Σκοτάδι, Απόλυτο Φως, Ύλη, Πνέμα, Τελευταία Ελπίδα, Τελευταία Απελπισία, Σιωπή.

Μα τον ονοματίσαμε Θεό, γιατι τ' όνομα τούτο μονάχα ταράζει βαθιά, από προαιώνιες αφορμές, τα σωθικά μας. Κι η ταραχή τούτη είναι απαραίτητη για ν' αγγίξουμε σώμα με σώμα, πέρα από τη λογική, τη φοβερην ουσία.

Μέσα στο γιγάντιο τούτον κύκλο της θεότητας, χρέος έχουμε να ξεχωρίσουμε και να συλλάβουμε καθαρά το μικρό πύρινο τόξο της εποχής μας.

Απάνω στην αδιόρατη τούτη φλόγινη καμπύλη, βαθιά, μυστικά νογώντας την ορμή αλάκερου του κύκλου, οδεύουμε αρμονικά με το Σύμπαντο, παίρνουμε φόρα και πολεμούμε.

Έτσι η εφήμερη πράξη μας, συνειδητά ακλουθώντας τη φόρα του Σύμπαντου, δεν πεθαίνει μαζί μας.

Δε χάνεται σε μυστική άνεργη ενατένιση αλάκερου του κύκλου' δεν καταφρονάει την άγια, ταπεινή καθημερινή ανάγκη.

Μέσα στο στενό αίματωμένο της αυλάκι, σκυφτή, δουλεύει στέρεα, άνετα νικώντας, μέσα σ' ένα μικρό σημείο καιρού και τόπου, τον καιρό και τον τόπο' γιατι το σημείο αυτο ακολουθάει τη θεϊκιάν ορμή αλάκερου του κύκλου.

Δε νοιάζουμαι άλλες εποχές κι άλλοι λαοί τι πρόσωπο έδωκαν στην τεράστια απρόσωπην ουσία. Τη γιόμωσαν με ανθρώπινες αρετές, με αμοιβές και τιμωρίες, με βεβαιότητες. Έδωκαν στις ελπίδες και στους φόβους τους ένα πρόσωπο, υπόταξαν σ' ένα ρυθμό την αναρχία τους, βρήκαν μιαν ανώτερη δικαιολογία να ζήσουν και να δουλέψουν. Έκαμαν το χρέος τους.

Μα εμείς ξεπεράσαμε σήμερα τις ανάγκες τούτες, συντρίψαμε τη μάσκα τούτη της Άβυσσος, δε χωράει πια κάτω από το παλιό προσωπείο ο Θεός μας.

Ξεχείλισε η καρδιά μας από νέες αγωνίες, από λάμψη και σιωπή καινούρια. Το μυστήριο αγρίεψε, πλήθυνε ο Θεός. Οι σκοτεινές δυνάμες ανεβαίνουν, πληθαίνουν κι αυτές, όλο το ανθρώπινο νησί σαλεύει.

Ας σκύψουμε στην καρδιά μας κι ας αντικρίσουμε με γενναιότητα την Άβυσσο. Ας επιχειρήσουμε να πλάσουμε πάλι το νέο σύγχρονο πρόσωπο του Θεού μας με τη σάρκα και με το αίμα μας!

Γιατί ο Θεός μας δεν είναι ένας αφηρημένος στοχασμός, μια λογική ανάγκη, ένα αρμονικό αψηλό οικοδόμημα από συλλογισμούς και φαντασίες.

Δεν είναι ένα κατακάθαρο, ουδέτερο, μήτε αρσενικό μήτε θηλυκό, άοσμο, αποσταγμένο κατασκεύασμα του μυαλού μας.

Είναι άντρας και γυναίκα, θνητός κι αθάνατος, κοπριά και πνέμα. Γεννάει, γονιμοποιεί και σκοτώνει, έρωτας μαζί και θάνατος, και πάλι ξαναγεννάει και σκοτώνει' απλόχωρα χορεύοντας πέρα από τα σύνορα της λογικής, που αυτή δεν μπορεί να χωρέσει αντινομίες.

Ο Θεός μου δεν είναι παντοδύναμος. Αγωνίζεται, κιντυνεύει κάθε στιγμή, τρέμει, παραπατάει σε κάθε ζωντανό, φωνάζει. Ακατάπαυτα νικιέται και πάλι ανασηκώνεται, γιομάτος αίμα και χώματα, και ξαναρχίζει τον αγώνα.

Είναι όλος πληγές, τα μάτια του είναι γιομάτα φόβο και πείσμα, τα σαγόνια και τα μελίγγια του είναι συντριμμένα. Μα δεν παραδίνεται, ανεβαίνει' με τα πόδια, με τα χέρια, δαγκάνοντας τα χείλια, ανεβαίνει ανένδοτος.

Ο Θεός μου δεν είναι πανάγαθος. Είναι γιομάτος σκληρότητα, άγρια δικαιοσύνη, και ξεδιαλέγει, ανήλεα, τον καλύτερο. Δε σπλαχνίζεται, δε νοιάζεται για ανθρώπους και ζώα, μήτε γι' αρετές κι Ιδέες. Όλα ετούτα τ' αγαπάει μια στιγμή, τα συντρίβει αιώνια και διαβαίνει.

Είναι μια δύναμη που χωράει τα πάντα, που γεννάει τα πάντα. Τα γεννάει, τ' αγαπάει, και τ' αφανίζει. Κι αν πούμε: ο Θεός είναι ένας άνεμος ερωτικός που συντρίβει τα κορμιά για να περάσει, κι αναθυμηθούμε πώς πάντα μέσα στο αίμα και στα δάκρυα, ανήλεα εξαφανίζοντας τ' άτομα, δουλεύει ο έρωτας, τότε λίγο πιότερο προσεγγίζουμε το φοβερό του το πρόσωπο.

Ο Θεός μου δεν είναι πάνσοφος. Το μυαλό του είναι ένα κουβάρι από φως και σκοτάδι και πολεμάει να το ξετυλίξει μέσα στο λαβύρινθο της σάρκας.

Παραπατάει, ψαχουλεύει. Αγγίζει δεξιά, γυρίζει πίσω' στρέφεται ζερβά, οσμίζεται. Αγωνιά πάνω στο χάος. Σουρτά, μοχτώντας, ψάχνοντας ακαταμέτρητους αιώνες, νιώθει αργά να φωτίζουνται οι λασπεροί γύροι του μυαλού του.

Μπροστά από το βαρύ κατασκότεινο κεφάλι του, με ανείπωτον αγώνα αρχίζει και δημιουργάει μάτια για να δει, αυτιά για ν' ακούσει.

Ο Θεός μου μάχεται χωρίς καμιά βεβαιότητα. Θα νικήσει; Θα νικηθεί; Τίποτα δεν είναι βέβαιο στο Σύμπαντο, ρίχνεται στο αβέβαιο, παίζει, κάθε στιγμή, τη μοίρα του όλη.

Πιάνεται από τα ζεστά κορμιά, άλλο μετερίζι δεν έχει. Φωνάζει βοήθεια' κηρύχνει σε όλο το Σύμπαντο επιστράτεψη.

Χρέος μας, γρικώντας την Κραυγή, να τρέξουμε κάτω από τις σημαίες του, να πολεμήσουμε μαζί του. Η να σωθούμε, η να χαθούμε μαζί του.

Ο Θεός κιντυνεύει. Δεν είναι παντοδύναμος, να σταυρώνουμε τα χέρια, προσδοκώντας τη σίγουρη νίκη' δεν είναι πανάγαθος, να προσδοκούμε μ' εμπιστοσύνη πώς θα μας λυπηθεί και θα μας σώσει.

Ο Θεός, μέσα στην περιοχή της εφήμερης σάρκας μας, κιντυνεύει αλάκερος. Δεν μπορεί να σωθεί, αν εμείς με τον αγώνα μας δεν τον σώσουμε' δεν μπορούμε να σωθούμε, αν αυτός δε σωθεί.

Είμαστε ένα. Από το τυφλό σκουλήκι στο βυθό του ωκεανού ως την απέραντη παλαίστρα του Γαλαξία, ένας μονάχα αγωνίζεται και κιντυνεύει, ο εαυτός μας. Και στο μικρό, το χωματένιο στήθος μας, ένας μονάχα αγωνίζεται και κιντυνεύει, το Σύμπαντο.

Καλά πρέπει να νιώσουμε πως δεν οδεύουμε από ενότητα Θεού στην ίδια πάλι ενότητα του Θεού. Δεν οδεύουμε από ένα χάος σε άλλο χάος. Ούτε από ένα φως σε άλλο φως' η από ένα σκοτάδι σε άλλο σκοτάδι. Τι αξία θα 'χε τότε η ζωή μας τούτη; Τι αξία θα 'χε αλάκερη η ζωή;


Μα κινήσαμε από ένα χάος παντοδύναμο, από μιαν αξεδιάλυτη, πηχτή, φως και σκοτάδι άβυσσο. Και μαχόμαστε όλοι' φυτά, ζώα, άνθρωποι, Ιδέες' στο λιγόστιγμο τούτο διάβα της ατομικής ζωής, να ρυθμίσουμε εντός μας το Χάος, να λαγαρίσουμε την άβυσσο, να κατεργαστούμε μέσα στα κορμιά μας όσο πιότερο σκοτάδι μπορούμε, να το κάμουμε φως.

Δε μαχόμαστε για το εγώ μας, μήτε για τη ράτσα, μήτε για την ανθρωπότητα. Δε μαχόμαστε για τη Γης, μήτε για Ιδέες. Όλα τούτα είναι πρόσκαιρα και πολύτιμα σκαλοπάτια του Θεού που ανηφορίζει' και γκρεμίζουνται, ευθύς ως τα πατήσει ο Θεός ανεβαίνοντας.

Στη μικρότατη αστραπή της ζωής μας, νιώθουμε να πατάει πάνω μας αλάκερος ο Θεός, και ξαφνικά νογουμε: Αν έντονα όλοι πεθυμήσουμε, αν οργανώσουμε όλες τις ορατές κι αόρατες δυνάμες της γης και τις ρίξουμε προς τ' απάνω, αν παντοτινά άγρυπνοι όλοι μαζί παραστάτες παλέψουμε' το Σύμπαντο μπορεί να σωθεί.

Όχι ο Θεός θα μας σώσει' εμείς θα σώσουμε το Θεό, πολεμώντας, δημιουργώντας, μετουσιώνοντας την ύλη σε πνέμα.

Μα μπορεί όλος μας ο αγώνας να πάει χαμένος. Αν κουραστούμε, αν λιγοψυχήσουμε, αν μας κυριέψει πανικός, όλο το Σύμπαντο κιντυνεύει.

Η ζωή είναι στρατιωτική θητεία στην υπηρεσία του Θεού. Κινήσαμε σταυροφόροι να λευτερώσουμε, θέλοντας και μη, όχι τον Άγιο Τάφο, παρά το Θεό το θαμμένο μέσα στην ύλη και μέσα στην ψυχή μας.


Κάθε κορμί, κάθε ψυχή είναι Άγιος Τάφος. Άγιος Τάφος είναι ο σπόρος του σιταριού' ας τόνε λευτερώσουμε! Άγιος Τάφος είναι το μυαλό' μέσα του κείτεται ο Θεός και παλεύει με το θάνατο' ας τρέξουμε βοήθεια!

Ο Θεός δίνει το σύνθημα της μάχης, κι ορμώ κι εγώ στην έφοδο τρέμοντας.

Είτε παραπομείνω λιποτάχτης είτε πολεμήσω γενναία, πάντα θα πέσω στη μάχη. Μα τη μια φορά ο θάνατος μου είναι στείρος' μαζί με το κορμί μου χάνεται, σκορπίζεται στον άνεμο κι η ψυχή μου.

Την άλλη, κατεβαίνω στη γης, σαν τον καρπό, γιομάτος σπόρο. Κι η πνοή μου, παρατώντας το κορμί μου να σαπίζει, οργανώνει νέα κορμιά και συνεχίζει τη μάχη.

Η προσευκή μου δεν είναι κλαψούρισμα ζητιάνου μήτε ερωτικιά εξομολόγηση. Μήτε ταπεινός απολογισμός εμποράκου: σου 'δωκα, δώσε μου.

Η προσευκή μου είναι αναφορά στρατιώτη σε στρατηγό. Αυτό έκαμα σήμερα, να πώς πολέμησα να σώσω στον εδικό μου τομέα αλάκερη τη μάχη, αυτά τα εμπόδια βρήκα, έτσι στοχάζουμαι αύριο να πολεμήσω.

Καβαλάρηδες οδεύουμε στο λιοπύρι η κάτω από σιγανή βροχή' εγώ κι ο Θεός μου' και κουβεντιάζουμε χλωμοί, πεινασμένοι, ανυπόταχτοι.

«Αρχηγέ!» κι εκείνος στρέφει κατά με το πρόσωπο του κι ανατριχιάζω αντικρίζοντας την αγωνία του.

Τραχιά είναι η αγάπη μας, καθόμαστε στο ίδιο τραπέζι, πίνουμε το ίδιο κρασί στη χαμηλή τούτη ταβέρνα της Γης.

Κι ως σκουντρούμε τα ποτήρια μας, αχούν σπαθιά, τινάζουνται μίση κι έρωτες, μεθούμε, οράματα σφαγής ανεβαίνουνε στα μάτια μας, πολιτείες γκρεμίζουνται μέσα στα μυαλά μας, κι είμαστε κι οι δυο λαβωμένοι και κουρσεύουμε, ξεφωνώντας από τους πόνους, ένα μεγάλο Παλάτι.
Τίτλος: Απ: Νίκος Καζαντζάκης - Ασκητική
Αποστολή από: Rose στις Αυγούστου 20, 2008, 13:50:10
Β' ΣΧΕΣΗ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Ποια είναι η ουσία του Θεού μας; Ο αγώνας για την ελευτερία. Μέσα στο ακατάλυτο σκοτάδι μια φλογερή γραμμή ανηφορίζει και σημαδεύει την πορεία του Αόρατου. Ποιο είναι το χρέος μας; Ν' ανεβαίνουμε την αιματερή τούτη γραμμή μαζί του.

Καλό είναι ό,τι ορμάει προς τ' απάνω και βοηθάει το Θεό ν' ανηφορίσει. Κακό είναι ό,τι βαραίνει προς τα κάτω, κι αμποδάει το Θεό ν' ανηφορίσει.


Όλες οι αρετές κι οι κακίες παίρνουν τώρα καινούρια αξία, λευτερώνουνται από τη στιγμή κι από το χώμα, υπάρχουν απόλυτα μέσα στον άνθρωπο, πριν και μετά τον άνθρωπο, αιώνιες.

Γιατί η ουσία της ηθικής μας δεν είναι η σωτηρία του ανθρώπου, που αλλάζει μέσα στον καιρό και στον τόπο, παρά η σωτηρία του Θεού, που μέσα από λογής λογής ρεούμενες ανθρώπινες μορφές και περιπέτειες είναι πάντα ο ίδιος, ο ακατάλυτος ρυθμός που μάχεται για ελευτερία.

Άθλιοι είμαστε οι άνθρωποι, άκαρδοι, μικροί, τιποτένιοι. Μα μέσα μας, μια ουσία ανώτερη μας μας σπρώχνει ανήλεα προς τ' απάνω.


Μέσα από την ανθρώπινη τούτη λάσπη, θεία τραγούδια ανάβρυσαν, Ιδέες μεγάλες, έρωτες σφοδροι, μια έφοδο ακοίμητη, μυστηριώδικη, χωρίς αρχή και τέλος, χωρίς σκοπό, πέρα από κάθε σκοπό.

Τέτοιος βώλος λάσπη είναι η ανθρωπότητα, τέτοιος βώλος λάσπη είναι ο καθένας μας. Ποιο είναι το χρέος μας; Να μαχόμαστε ν' ανθίσει ένα μικρό λουλούδι απάνω στο λίπασμα τούτο της σάρκας και του νου μας.

Πολέμα από τα πράματα, πολέμα από τη σάρκα, από την πείνα, από το φόβο, πολέμα από την αρετή κι από την αμαρτία να δημιουργήσεις Θεό.

Πώς ξεκινάει το φως από ένα άστρο και χύνεται μέσα στη μαύρη αιωνιότητα κι οδοιποράει αθάνατο; Το άστρο πεθαίνει' μα το φως ποτέ του' τέτοια κι η κραυγή της ελευτερίας.

Πολέμα, από την πρόσκαιρη συνάντηση των αντίδρομων δυνάμεων που αποτελεί την ύπαρξή σου, να δημιουργήσεις ό,τι αθάνατο μπορεί ο θνητός απάνω στον κόσμο τούτον' μιαν Κραυγή.

Αυτή, παρατώντας στο χώμα το κορμί που το γέννησε, οδοιποράει και δουλεύει αιώνια.

Ένας έρωτας σφοδρός διαπερνάει το Σύμπαντο. Είναι σαν τον αιθέρα: σκληρότερος από το ατσάλι, μαλακότερος από τον αγέρα.

Ανοίγει, διαπερνάει τα πάντα, φεύγει, ξεφεύγει. Δεν αναπαύεται στη θερμή λεπτομέρεια, δε σκλαβώνεται στο αγαπημένο σώμα. Είναι Έρωτας Στρατευόμενος. Πίσω από τους ώμους του αγαπημένου αγναντεύει τους ανθρώπους να σαλεύουν και να βογκούν σαν κύματα, αγναντεύει τα ζώα και τα φυτά να σμίγουν και να πεθαίνουν, αγναντεύει το Θεό να κιντυνεύει και του φωνάζει: «Σώσε με!»

Ο Έρωτας; Πως αλλιώς να ονοματίσουμε την ορμή που, ως ματιάσει την ύλη, γοητεύεται και θέλει να τυπώσει απάνω της την όψη της; Αντικρίζει το σώμα και θέλει να το περάσει, να σμίξει με την άλλη κρυμμένη στο σώμα τούτο ερωτική κραυγή, να γενούν ένα, να χαθούν, να γίνουν αθάνατες μέσα στο γιο.

Ζυγώνει την ψυχή και θέλει να σοφιλιάσει, να μην υπάρχουν εγώ και συ' φυσάει απάνω στη μάζα τους ανθρώπους και θέλει, συντρίβοντας τίς αντίστασες του νου και του κορμιού, να σμίξουν όλες οι πνοές, να γίνουν άνεμος σφοδρός, ν' ανασηκώσουν τη γης!

Στις πιο κρίσιμες στιγμές, ο Έρωτας συναρπάζει και σμίγει με βία τους ανθρώπους, οχτρούς και φίλους, καλούς και κακούς, είναι μια πνοή ανώτερη τους, ανεξάρτητη από την επιθυμία κι από τα έργα τους. Είναι η πνοή του Θεού, η αναπνοή του, απάνω στη γης!

Κατεβαίνει απάνω στους ανθρώπους, όπως του αρέσει. Σα χορός, σαν έρωτας, σαν πείνα, σα θρησκεία, σα σφαγή. Δε μας ρωτάει.

Μέσα στη σκάφη της γης, στις κρίσιμες τούτες ώρες, ο Θεός μοχτάει να ζυμώσει τις σάρκες και τα μυαλά και να ρίξει μέσα στον ανήλεο στρόβιλο της περιστροφής του όλη τούτη τη ζύμη και να της δώσει πρόσωπο' το πρόσωπο του.


Δεν πλαντάζει από αηδία, δεν απελπίζεται μέσα στα χωματένια, μουντά σωθικά τους. Δουλεύει, προχωράει, κατατρώει τη σάρκα τους, πιάνεται από την κοιλιά, από την καρδιά, από το φαλλό, από το νου του ανθρώπου.

Δεν είναι αυτός αγαθός οικογενειάρχης, δε μοιράζει σε όλα τα παιδιά του ίσια το ψωμί και το μυαλό. Η Αδικία, η Σκληρότητα, η Λαχτάρα, η Πείνα είναι οι τέσσερεις φοράδες που οδηγούν το άρμα του απάνω στην κακοτράχαλη μας τούτη γης.

Από την ευτυχία, από την καλοπέραση κι από τη δόξα ποτέ δεν πλάθεται ο Θεός, παρά από την ντροπή, από την πείνα και τα δάκρυα. Σε κάθε κρίσιμη στιγμή, μια παράταξη άνθρωποι ριψοκιντύνευαν μπροστά θεοφόροι και πολεμούσαν, παίρνοντας απάνω τους όλη την ευθύνη της μάχης.

Μια φορά κι έναν καιρό οι ιερείς, οι βασιλιάδες, οι αρχόντοι, οι αστοί' και δημιουργούσαν πολιτισμούς, λευτέρωναν τη θεότητα.

Σήμερα ο Θεός είναι αργάτης, αγριεμένος από τον κάματο, από την οργή κι από την πείνα. Μυρίζει καπνό, κρασί κι ίδρωτα. Βλαστημάει, πεινάει, γεννάει παιδιά, δεν μπορεί να κοιμηθεί, φωνάζει στ' ανώγια και στα κατώγια της γης και φοβερίζει.

Ο αγέρας άλλαξε, αναπνέμε μιαν άνοιξη βαριά, γιομάτη σπόρους' Φωνές σηκώνουνται. Ποιος φωνάζει; Εμείς φωνάζουμε, οι άνθρωποι' οι ζωντανοι, οι πεθαμένοι κι οι αγέννητοι. Μα κι ευτύς μας πλακώνει ο φόβος και σωπαίνουμε.

Ξεχνούμε από τεμπελιά, από συνήθεια, από αναντρία. Μα ξάφνου πάλι η Κραυγή ξεσκίζει σαν αϊτός τα σωθικά μας.

Γιατι δεν είναι απόξω, δεν έρχεται από αλάργα για να ξεφύγουμε. Μέσα στην καρδιά μας κάθεται η Κραυγή και φωνάζει.

«Κάψε το σπίτι σου!» φωνάζει ο Θεός. «Έρχουμαι! Όποιος έχει σπίτι δεν μπορεί να με δεχτεί.

»Κάψε τις Ιδέες σου, σύντριψε τους συλλογισμούς σου! Όποιος έχει βρει τη λύση δεν μπορεί να με βρει.

»Αγαπώ τους πεινασμένους, τους ανήσυχους, τους αλήτες. Αυτοί αιώνια συλλογιούνται την πείνα, την ανταρσία, το δρόμο τον ατέλειωτο' Έμενα!

»Έρχουμαι! Παράτα τη γυναίκα σου, τα παιδιά σου, τις Ιδέες σου κι ακλούθα μου. Είμαι ο μέγας Αλήτης.

»Άκλούθα! Περπατά απάνω από τη χαρά κι από τη θλίψη, από την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, την αρετή! Εμπρός! Σύντριψε τα είδωλα τούτα, σύντριψε τα, δε χωρώ! Συντρίψου και συ για να περάσω!»

Φωτιά! Να το μέγα χρέος μας σήμερα, μέσα σε τόσο ανήθικο κι ανέλπιδο χάος.

Πόλεμο στους άπιστους! Άπιστοι είναι οι ευχαριστημένοι, οι χορτασμένοι, οι στείροι.

Το μίσος μας είναι χωρίς συβιβασμό, γιατι κατέχει πώς καλύτερα, βαθύτερα από τις ξέπνοες φιλάνθρωπες αγάπες, δουλεύει τον έρωτα.

Μισούμε, δε βολευόμαστε, είμαστε άδικοι, σκληροί, γιομάτοι ανησυχία και πίστη, ζητούμε το αδύνατο, σαν τους ερωτεμένους.

Φωτιά, να καθαρίσει η γης! Ν' ανοιχτεί άβυσσο φοβερώτερη ακόμα ανάμεσα καλού και κακού, να πληθύνει η αδικία, να κατεβεί η Πείνα και να θερίσει τα σωθικά μας, αλλιώς δε σωζόμαστε.

Μια κρίσιμη βίαιη στιγμή είναι η ιστορική εποχή μας ετούτη, ένας κόσμος γκρεμίζεται, ένας άλλος δεν έχει ακόμα γεννηθεί. Η εποχή μας δεν είναι στιγμή Ισορρόπησης, οπόταν η ευγένεια, ο συβιβασμός, η ειρήνη, η αγάπη θα 'τανε γόνιμες αρετές.

Ζούμε τη φοβερή έφοδο, δρασκελίζουμε τους οχτρούς, δρασκελίζουμε τους φίλους που παραπομένουν, κιντυνεύουμε μέσα στο χάος, πνιγόμαστε. Δε χωρούμε πια στις παλιές αρετές κι ελπίδες, στις παλιές θεωρίες και πράξες.

Ο άνεμος του ολέθρου φυσάει' αυτή είναι σήμερα η πνοή του Θεού μας' ας πάμε μαζί του! Ο άνεμος του ολέθρου είναι το πρώτο χορευτικό συνέπαρμα της δημιουργικής περιστροφής. Φυσάει πάνω από τις κεφαλές κι από τις πολιτείες, γκρεμίζει τις Ιδέες και τα σπίτια, περνάει από τις ερημιές, φωνάζει: «Ετοιμαστείτε! Πόλεμος! Πόλεμος!»

Τούτη είναι η εποχή μας, καλή ή κακή, ωραία ή άσκημη, πλούσια ή φτωχή, δεν τη διαλέξαμε. Τούτη είναι η εποχή μας, ο αγέρας που αναπνέμε, η λάσπη που μας δόθηκε, το ψωμί, η φωτιά, το πνέμα!

Ας δεχτούμε παλικαρίσια την ανάγκη. Πολεμικός μας έλαχε ο κλήρος, ας ζώσουμε σφιχτά τη μέση μας, ας αρματώσουμε το κορμί, την καρδιά και το μυαλό μας! Ας πιάσουμε τη θέση μας στη μάχη!

Ο πόλεμος είναι ο νόμιμος άρχοντας του καιρού τούτου. Σήμερα, άρτιος, ενάρετος άνθρωπος είναι μονάχα ο πολεμιστής. Γιατι μονάχα αυτός, πιστός στη μεγάλη πνοή του καιρού μας, γκρεμίζοντας, μισώντας, επιθυμώντας, ακολουθάει το σύγχρονο πρόσταγμα του Θεού μας.

Η ταύτιση μας τούτη με το Σύμπαντο γεννάει τις δυο ανώτατες αρετές της ηθικής μας: την ευθύνη και τη θυσία.

Μέσα μας, μέσα στον άνθρωπο, μέσα στα σκοτεινά πλήθη, χρέος έχουμε να βοηθήσουμε το Θεό, που πλαντάει, να λευτερωθεί.

Κάθε στιγμή πρέπει να 'μαστε έτοιμοι για χάρη του να δώσουμε τη ζωή μας. Γιατι η ζωή δεν είναι σκοπός, είναι όργανο κι αυτή, όπως ο θάνατος, όπως η ομορφιά, η αρετή, η γνώση. Όργανο τίνος; Του Θεού που πολεμάει για ελευτερία.

Όλοι είμαστε ένα, όλοι είμαστε μια κιντυνεύουσα ουσία. Μια ψυχή στην άκρα του κόσμου που ξεπέφτει, συντραβάει στον ξεπεσμό της και την ψυχή μας. Ένα μυαλό στην άκρα του κόσμου που βυθίζεται στην ηλιθιότητα, γιομώνει τα μελίγγια μας σκοτάδι.

Γιατι ένας στα πέρατα τ' ουρανού και της γης αγωνίζεται. Ο Ένας. Κι αν χαθεί, εμείς έχουμε την ευθύνη. Αν χαθεί, εμείς χανόμαστε.

Να γιατι η σωτηρία του Σύμπαντου είναι και δική μας σωτηρία κι η αλληλεγγύη με τους ανθρώπους δεν είναι πια τρυφερόκαρδη πολυτέλεια παρά βαθιά αυτοσυντήρηση κι ανάγκη. Ανάγκη, όπως σ' ένα στρατο που μάχεται, η σωτηρία του παραστάτη σου.

Μα η ηθική μας ανηφορίζει ακόμα αψηλότερα. Όλοι είμαστε ένας στρατός και μαχόμαστε. Μα δεν ξέρουμε με βεβαιότητα αν θα νικήσουμε, δεν ξέρουμε με βεβαιότητα αν θα νικηθούμε.

Υπάρχει σωτηρία, υπάρχει ένας σκοπός που τον υπηρετούμε κι υπηρετώντας τον βρίσκουμε τη λύτρωση μας; ή δεν υπάρχει σωτηρία, δεν υπάρχει σκοπός, όλα είναι μάταια κι η συνεισφορά μας δεν έχει καμιάν αξία;

Μήτε το ένα μήτε το άλλο. Ο Θεός μας δεν είναι παντοδύναμος, δεν είναι πανάγαθος, δεν είναι σίγουρος πώς θα νικήσει, δεν είναι σίγουρος πώς θα νικηθεί.

Η ουσία του Θεού μας είναι σκοτεινή, ωριμάζει ολοένα, ίσως η νίκη στερεώνεται με κάθε γενναία μας πράξη, ίσως κι όλες τούτες οι αγωνίες για λυτρωμό και νίκη είναι κατώτερες από τη φύση της θεότητας.

Ό,τι κι αν είναι, εμείς πολεμούμε χωρίς βεβαιότητα, κι η αρετή μας, μη όντας σίγουρη για την αμοιβή, αποχτάει βαθύτατη ευγένεια.


Όλες οι εντολές αναστατώνουνται. Δε βλέπουμε, δεν ακούμε, δε μισούμε, δεν αγαπούμε πια σαν πρώτα. Ανανεώνεται η παρθενία της γης. Καινούρια γέψη παίρνει το ψωμί, το νερό, η γυναίκα. Καινούρια, ανυπολόγιστη αξία, η πράξη.

Όλα αποχτούν απροσδόκητη αγιότητα' η ομορφιά, η γνώση, η ελπίδα, ο οικονομικός αγώνας, οι καθημερινές, τάχατε ασήμαντες, έγνοιες. Παντού ανατριχιάζοντας νογούμε την ίδια γιγάντια σκλαβωμένη Πνοή να μάχεται για ελευτερία.

Καθένας έχει το δρόμο τον εδικό του που τόνε φέρνει στη λύτρωση' ο ένας την αρετή, ο άλλος την κακία.

Αν ο δρόμος που οδηγάει στη λύτρωση σου είναι η αρρώστια, η ψευτιά, η ατιμία, χρέος σου να βυθιστείς στην αρρώστια, στην ψευτιά, στην ατιμία, για να τις νικήσεις. Αλλιώς δε σώζεσαι.

Αν ο δρόμος που οδηγάει στη λύτρωση σου είναι η αρετή, η χαρά, η αλήθεια, χρέος σου να βυθιστείς στην αρετή, στη χαρά, στην αλήθεια, για να τις νικήσεις, να τις αφήσεις πίσω σου. Αλλιώς δε σώζεσαι.

Δεν πολεμούμε τα σκοτεινά μας πάθη με νηφάλια, αναιμικιά, ουδέτερη, πάνω από τα πάθη αρετή. Παρά με άλλα σφοδρότερα πάθη.

Αφήνουμε τη θύρα μας ανοιχτή στην αμαρτία. Δε βουλώνουμε τ' αυτιά μας να μην ακούσουμε τις Σειρήνες. Δε δενόμαστε από φόβο στο κατάρτι μιας μεγάλης Ιδέας' μήτε παρατούμε το καράβι και χανόμαστε γρικώντας, φιλώντας τίς Σειρήνες.

Παρά εξακολουθούμε την πορεία μας, αρπάζουμε και ρίχνουμε τις Σειρήνες στο καράβι μας και ταξιδεύουν κι αυτές μαζί μας. Τούτη είναι, σύντροφοι, η καινούρια Ασκητική μας!

Ο Θεός φωνάζει στην καρδιά μου: Σώσε με!

Ο Θεός φωνάζει στους ανθρώπους, στα ζώα, στα φυτά, στην ύλη: Σώσε με!


Άκου την καρδιά σου κι ακλούθα τον. Σύντριψε το σώμα σου κι ανάβλεψε: Όλοι είμαστε ένα!

Αγάπα τον άνθρωπο, γιατι είσαι συ.

Αγάπα τα ζώα και τα φυτά, γιατι ήσουνα συ, και τώρα σε ακλουθούν πιστοί συνεργάτες και δούλοι.

Αγάπα το σώμα σου' μονάχα με αυτο στη γης ετούτη μπορείς να παλέψεις και να πνεματώσεις την ύλη.

Αγάπα την ύλη' απάνω της πιάνεται ο Θεός και πολεμάει. Πολέμα μαζί του.

Να πεθαίνεις κάθε μέρα. Να γεννιέσαι κάθε μέρα. Ν' αρνιέσαι ό,τι έχεις κάθε μέρα. Η ανώτατη αρετή δεν εϊναι να 'σαι ελεύτερος, παρά να μάχεσαι για ελευτερία.

Μην καταδέχεσαι να ρωτάς: «Θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε;» Πολέμα! 

Η επιχείρηση του Σύμπαντου, για μιαν εφήμερη στιγμή, όσο ζεις, να γίνει επιχείρηση δική σου. Τούτος είναι, σύντροφοι, ο καινούριος Δεκάλογος μας!
Τίτλος: Απ: Νίκος Καζαντζάκης - Ασκητική
Αποστολή από: Rose στις Αυγούστου 20, 2008, 13:51:39
Γ' ΣΧΕΣΗ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΦΥΣΗΣ

Ο κόσμος τούτος, όλη η πλούσια, απέραντη σειρά τα φαινόμενα, δεν είναι απάτη, φαντασμαγορία πολύχρωμη του αντικαθρεφτιζόμενου νου μας. Μήτε απόλυτη πραγματικότητα, που ζει και μεταπλάθεται ανεξάρτητη από τη δύναμη του νου μας, λεύτερη.

Δεν είναι η λαμπερή στολή που ντύνει το μυστικό σώμα του Θεού. Μήτε το διάφανό και σκοτεινό μεσότοιχο αναμεσός ανθρώπου και μυστηρίου.

Όλος τούτος ο κόσμος που θωρούμε, γρικούμε κι αγγίζουμε είναι η προσιτή στις ανθρώπινες αίστησες, όλο Θεό συμπύκνωση των δυο τεράστιων δυνάμεων του Σύμπαντου.

Μια δύναμη κατηφορίζει και θέλει να σκορπίσει, ν' ακινητήσει, να πεθάνει. Μια δύναμη ανηφορίζει και ζητάει ελευτερία κι αθανασία.

Αιώνια τα δυο τούτα στρατέματα, τα σκοτεινά και φωτερά, τα στρατέματα της ζωής και του θανάτου, συγκρούονται. Τα ορατά για μας χνάρια της σύγκρουσης τούτης είναι τα πράματα, τα φυτά, τα ζώα, οι άνθρωποι.

Αιώνια οι αντίθετες δυνάμες συγκρούονται, σμίγουν, παλεύουν, νικούν και νικουνται, συβιβάζουνται και ξαναρχίζουν πάλι να πολεμούν σε όλο το Σύμπαντο' από τον αόρατο στρόβιλο σε μια στάλα νερό ως τον απέραντο αστροκατακλυσμό του Γαλαξία.

Στρατόπεδο αλάκερου του Θεού είναι και το πιο ταπεινό έντομο κι η πιο μικρή Ιδέα. Μέσα τους όλος ο Θεός είναι παραταγμένος σε κρίσιμη μάχη.

Και στο πιο ασήμαντο μόριο γης κι ουρανού ακούω το Θεό μου να φωνάζει: Βοήθεια!

Το κάθε πράμα είναι αυγό, και μέσα του το σπέρμα του Θεού ανήσυχο, ακοίμητο δουλεύει. Αρίφνητες δυνάμες απομέσα του κι απόξω παρατάζουνται και το υπερασπίζουν.

Με το φως του μυαλού, με τη φλόγα της καρδίας πολιορκώ την κάθε φυλακή του Θεού, ψάχνοντας, δοκιμάζοντας, χτυπώντας, ν' ανοίξω μέσα στο φρούριο της ύλης θύρα, να δημιουργήσω μέσα στο φρούριο της ύλης τη θύρα της ηρωικής έξοδος του Θεού μας.

Πολέμα, ενεδρεύοντας με υπομονή τα φαινόμενα, να τα υποτάξεις σε νόμους. Έτσι ανοίγεις δρόμους στο χάος και βοηθάς το πνέμα να βαδίσει.

Βάλε τάξη, την τάξη του μυαλού σου, στη ρεούμενη αναρχία του κόσμου. Καθαρά χάραξε απάνω στην άβυσσο το σχέδιο της μάχης.

Πάλεψε με τις φυσικές δυνάμες, ανάγκασε τις να ζευτούν σε σκοπόν ανώτερο τους. Λευτέρωσε το πνέμα που αγωνίζεται μέσα τους και λαχταράει να σμίξει με το πνέμα που αγωνίζεται στα σωθικά σου.

Όταν στο χάος ο άνθρωπος παλεύοντας υποτάξει μια σειρά φαινόμενα στους νόμους του μυαλού του κι αυστηρά τους νόμους τούτους περικλείσει στο λόγο, ο κόσμος ανασαίνει, ταχτοποιούνται οι φωνές, ξεκαθαρίζουνται τα μελλούμενα κι όλες οι σκοτεινές ατέλειωτες ποσότητες των αριθμών λευτερώνουνται υποταζόμενες στη μυστική ποιότητα.

Με τη βοήθεια του νου μας βιάζουμε την ύλη να 'ρθει μαζί μας. Ξεστρατίζουμε τις δυνάμες που κατηφορούν, αλλάζουμε το ρέμα, μετουσιώνουμε τη σκλαβιά σε ελευτερία.

Δε λευτερώνουμε μονάχα Θεό παλεύοντας κι υποτάζοντας τον ορατόο γύρα μας κόσμο' δημιουργούμε Θεό.

Άνοιξε τα μάτια σου, φωνάζει ο Θεός' θέλω να δω! Στύλωσε τ' αυτιά σου, θέλω ν' ακούσω! Πήγαινε μπροστά' είσαι η κεφαλή μου!


Η πέτρα σώζεται αν τη σηκώσουμε από τη λάσπη και τη χτίσουμε σ' ένα σπίτι ή αν σκαλίσουμε απάνω της το πνέμα.

Ο σπόρος σώζεται' τι θα πει σώζεται; λευτερώνει το μέσα του Θεό' ανθίζοντας, καρπίζοντας, ξαναγυρίζοντας στο χώμα' ας βοηθήσουμε το σπόρο να σωθεί.

Ο κάθε άνθρωπος έχει ένα κύκλο δικό του από πράματα, από δέντρα, ζώα, ανθρώπους, Ιδέες' και τον κύκλο τούτον έχει χρέος αυτός να τον σώσει. Αυτός, κανένας άλλος. Αν δεν τον σώσει, δεν μπορεί να σωθεί.

Είναι οι άθλοι οι δικοι του που έχει χρέος να τελέψει προτού πεθάνει. Αλλιώς δε σώζεται. Γιατι η ίδια η ψυχή του είναι σκορπισμένη, σκλαβωμένη στα πράματα τούτα γύρα του, στα δέντρα, στα ζώα, στους ανθρώπους, στις Ιδέες, κι αυτή, την ψυχή του, σώζει τελώντας τους άθλους.


Αν είσαι αργάτης, δούλευε τη γης, βόηθα τη να καρπίσει. Φωνάζουν οι σπόροι μέσα από τα χώματα, φωνάζει ο Θεός μέσα από τους σπόρους. Λευτέρωσε τον. Ένα χωράφι προσμένει από σένα τη λύτρωση, μια μηχανή προσμένει από σένα την ψυχή της. Πια δεν μπορείς να σωθείς, αν δεν τα σώσεις.

Αν είσαι πολεμιστής, μη λυπάσαι, δεν είναι στην περιοχή του χρέους σου η συμπόνια. Σκότωνε τον οχτρό ανήλεα. Μέσα από το σώμα του οχτρού άκου το Θεό να φωνάζει: «Σκότωσε το σώμα τούτο, μ' εμποδίζει' σκότωσε το να περάσω!»

Αν είσαι σοφός, πολέμα στο κρανίο, σκότωνε τις Ιδέες, δημιούργα καινούριες. Ο Θεός κρύβεται μέσα σε κάθε Ιδέα, όπως μέσα σε σάρκα. Σύντριψε την Ιδέα, λευτέρωσε τον! Δώσε του μιαν άλλη Ιδέα, πιο απλόχωρη, να κατοικήσει.

Αν είσαι γυναίκα, αγάπα. Διάλεξε, ανάμεσα άπ' όλους τους άντρες, με σκληρότητα, τον πατέρα των παιδιών σου. Δε διαλέγεις εσύ' διαλέγει ο άναρχος, ακατάλυτος, ανήλεος μέσα σου αρσενικός Θεός. Τέλεψε όλο σου το χρέος, το γιομάτο πίκρα, έρωτα κι αντρεία. Δώσε όλο σου το κορμί, το γιομάτο αίμα και γάλα.

Να λες: Ετούτος, που κρατώ στον κόρφο μου και τον βυζαίνω, θα σώσει το Θεό. Ας του δώσω το αίμα μου όλο και το γάλα.

Βαθιά, απροσμέτρητη η αξία του ρεούμενου τούτου κόσμου: από αυτόν πιάνεται ο Θεός κι ανεβαίνει' από αυτόν θρέφεται ο Θεός και πληθαίνει.

Ανοίγει η καρδιά μου, φωτίζεται ο νους, και μονομιάς το φοβερό τούτο στρατόπεδο του κόσμου μου ξεσκεπάζεται ερωτικιά παλαίστρα.

Δυο σφοδροί αντίθετοι άνεμοι, ο ένας αρσενικός, ο άλλος θηλυκός, συναντήθηκαν και συγκρούονται σ' ένα σταυροδρόμι. Σοζυγιάστηκαν μια στιγμή, πύκνωσαν, γένηκαν ορατοι.

Το σταυροδρόμι τούτο είναι το Σύμπαντο. Το σταυροδρόμι τούτο είναι η καρδιά μου.


Από το πιο σκοτεινό μόριο ύλης ως τον πιο μεγάλο στοχασμό, μεταδίνεται ο χορός της γιγάντιας ερωτικιάς σύγκρουσης.

Η όλη είναι η γυναίκα του Θεού μου' οι δυο μαζί παλεύουν, γελούν και κλαίνε, φωνάζουν μέσα στο θάλαμο της σάρκας.


Γεννοβολούν, μελίζουνται. Γιομώνουν στεριά και θάλασσα κι αγέρας από φυτολόι, ζωολόι, ανθρωπολόι και πνέματα, το αρχέγονο ζευγάρι μέσα στο κάθε ζωντανό αγκαλιάζεται, διαμελίζεται και πληθαίνει.

Όλη η αγωνία του Σύμπαντου συμμαζωμένη ξεσπάει στο κάθε ζωντανό και ο Θεός μέσα στη γλύκα, μέσα στην πίκρα της σάρκας κιντυνεύει.

Μα τινάζεται, πηδάει από τα φρένα κι από τα λαγόνια, χιμάει, πιάνεται από καινούρια λαγόνια και φρένα, και ξεσπάει πάλι απαρχής ο αγώνας για την ελευτερία.

Για πρώτη φορά, απάνω στη γης ετούτη, μέσα από το νου κι από την καρδιά μας, κοιτάζει ο Θεός τον αγώνα του.

Χαρά! Χαρά! Δεν ήξερα πως ο κόσμος τούτος είναι τόσο ένα μαζί μου, πως όλοι είμαστε ένας στρατός, πως οι ανεμώνες και τ' άστρα μάχουνται, δεξά ζερβά μου, και δε με γνωρίζουν, μα εγώ στρέφουμαι και τους γνέφω.

Θερμό, αγαπημένο, γνώριμο, μυρίζοντας σαν το κορμί μου, είναι το Σύμπαντο. Έρωτας μαζί και πόλεμος, σφοδρή ανησυχία, επιμονή κι αβεβαιότητα.

Αβεβαιότητα και τρόμος. Σε μια βίαιη αστραπή ξεχωρίζω: στην πιο αψηλή κορφή της δύναμης αγκαλιάζουνται' το πιο στερνό, το πιο φοβερό αντρόγυνο- ο Τρόμος κι η Σιγή. Κι ανάμεσα τους μια Φλόγα.
Τίτλος: Απ: Νίκος Καζαντζάκης - Ασκητική
Αποστολή από: Rose στις Αυγούστου 20, 2008, 13:52:56
Η ΣΙΓΗ

Μια Φλόγα είναι η ψυχή του ανθρώπου' ένα πύρινο πουλί, πηδάει από κλαρί σε κλαρί, από κεφάλι σε κεφάλι, και φωνάζει: «Δεν μπορώ να σταθώ, δεν μπορώ να καώ, κανένας δεν μπορεί να με σβήσει!»

Δέντρο φωτιά γίνεται ολομεμιάς το Σύμπαντο. Ανάμεσα από τους καπνούς κι από τις φλόγες, αναπαμένος στην κορυφή της πυρκαγιάς, κρατώ αμόλευτο, δροσερό, γαλήνιο, τον καρπό της φωτιάς, το Φως.


Από την αψηλή τούτη κορυφή κοιτάζω την κόκκινη γραμμή που ανηφορίζει' τρεμάμενο αίματερό φωσφόρισμα, που σούρνεται σαν έντομο ερωτεμένο μέσα από τους αποβροχάρικους γύρους του μυαλού μου.

Εγώ, ράτσα, άνθρωποι, γης, θεωρία και πράξη, Θεός, φαντάσματα από χώμα και μυαλό, καλά για τις απλοϊκές καρδιές που φοβούνται, καλά για τις ανεμογγάστρωτες ψυχές που θαρρούν πως γεννούνε.

Από που ερχόμαστε; Που πηγαίνουμε; Τι νόημα έχει τούτη η ζωή; φωνάζουν οι καρδιές, ρωτούν οι κεφαλές, χτυπώντας το χάος.

Και μια φωτιά μέσα μου κίνησε ν' απαντήσει. Θα 'ρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να καθαρίσει τη γης. Θα 'ρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να εξαφανίσει τη γης. Αυτή είναι η Δευτέρα Παρουσία.

Μια γλώσσα πύρινη είναι η ψυχή κι αγλείφει και μάχεται να πυρπολήσει τον κατασκότεινο όγκο του κόσμου. Μια μέρα όλο το Σύμπαντο θα γίνει πυρκαγιά.


Η φωτιά είναι η πρώτη κι η στερνή προσωπίδα του Θεού μου. Ανάμεσα σε δυο μεγάλες πυρές χορεύουμε και κλαίμε.

Λαμποκοπούν, αντηλαρίζουν οι στοχασμοι και τα κορμιά μας. Γαλήνιος στέκουμαι ανάμεσα στις δυο πυρές κι είναι τα φρένα μου ακίνητα μέσα στον ίλιγγο και λέω:

Πολύ μικρός είναι ο καιρός, πολύ στενός είναι ο τόπος ανάμεσα στις δυο πυρές, πολύ οκνός είναι ο ρυθμός ετούτος της ζωής' δεν έχω καιρό, δεν έχω τόπο να χορέψω! Βιάζουμαι!

Κι ολομεμιάς ο ρυθμός της γης γίνεται ίλιγγος, ο χρόνος εξαφανίζεται, η στιγμή στροβιλίζεται, γίνεται αίωνιότητα, το κάθε σημείο -θες έντομο, θες άστρο, θες Ιδέα' γίνεται χορός.

Ηταν φυλακή, κι η φυλακή συντρίβεται κι οι φοβερές δυνάμες μέσα λευτερώνουνται και το σημείο δεν υπάρχει πια!


Ο ανώτατος αυτός βαθμός της άσκησης λέγεται: Σιγή. Όχι γιατι το περιεχόμενο είναι η ακρότατη άφραστη απελπισία για η ακρότατη άφραστη χαρά κι ελπίδα. Μήτε γιατι είναι η ακρότατη γνώση, που δεν καταδέχεται να μιλήσει, για η ακρότατη άγνοια, που δεν μπορεί.

Σιγή θα πει: Καθένας, αφού τελέψει τη θητεία του σε όλους τους άθλους, φτάνει πια στην ανώτατη κορφή της προσπάθειας' πέρα από κάθε άθλο, δεν αγωνίζεται, δε φωνάζει' ωριμάζει αλάκερος σιωπηλά, ακατάλυτα, αιώνια με το Σύμπαντο.

Αρμοδέθηκε πια, σοφίλιασε με την Άβυσσο, όπως ο σπόρος του αντρός με το σπλάχνο της γυναίκας.

Είναι πια η Άβυσσο η γυναίκα του και τη δουλεύει, ανοίγει, τρώει τα σωθικά της, μετουσιώνει το αίμα της, γελάει, κλαίει, ανεβαίνει, κατεβαίνει μαζί της, δεν την αφήνει!


Πώς μπορείς να φτάσεις στο σπλάχνο της Άβυσσος και να την καρπίσεις; Αυτό δεν μπορεί να ειπωθεί, δεν μπορεί να στριμωχτεί σε λόγια, να υποταχτεί σε νόμους' καθένας έχει και τη λύτρωση τη δική του, απόλυτα ελεύτερος.

Διδασκαλία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει Λυτρωτής που ν' ανοίξει δρόμο. Δρόμος ν' ανοιχτεί δεν υπάρχει.

Καθένας, ανεβαίνοντας απάνω από τη δική του κεφαλή, ξεφεύγει από το μικρό, όλο απορίες μυαλό του.

Μέσα στη βαθιά Σιγή, όρθιος, άφοβος, πονώντας και παίζοντας, ανεβαίνοντας ακατάπαυτα από κορυφή σε κορυφή, ξέροντας πως το ύψος δεν έχει τελειωμό, τραγουδά, κρεμάμενος στην άβυσσο, το μαγικό τούτο περήφανο ξόρκι:

ΠΙΣΤΕΥΩ Σ' ΕΝΑ ΘΕΟ, ΑΚΡΙΤΑ, ΔΙΓΕΝΗ, ΣΤΡΑΤΕΥΟΜΕΝΟ, ΠΑΣΧΟΝΤΑ, ΜΕΓΑΛΟΔΥΝΑΜΟ, ΟΧΙ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟ, ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ ΣΤ' ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΣΥΝΟΡΑ, ΣΤΡΑΤΗΓΟ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΦΩΤΕΙΝΕΣ ΔΥΝΑΜΕΣ, ΤΙΣ ΟΡΑΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΟΡΑΤΕΣ.

ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤ' ΑΝΑΡΙΘΜΗΤΑ, ΕΦΗΜΕΡΑ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΠΟΥ ΠΗΡΕ Ο ΘΕΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΚΑΙ ΞΕΚΡΙΝΩ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΑΥΤΗ ΡΟΗ ΤΟΥ ΤΗΝ ΑΚΑΤΑΛΥΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ.

ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΟΝ ΑΓΡΥΠΝΟ ΒΑΡΥΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ, ΠΟΥ ΔΑΜΑΖΕΙ ΚΑΙ ΚΑΡΠΙΖΕΙ ΤΗΝ ΥΛΗ' ΤΗ ΖΩΟΔΟΧΑ ΠΗΓΗ ΦΥΤΩΝ, ΖΩΩΝ ΚΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ.

ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΤΟ ΧΩΜΑΤΕΝΙΟ ΑΛΩΝΙ, ΟΠΟΥ ΜΕΡΑ ΚΑΙ ΝΥΧΤΑ ΠΑΛΕΥΕΙ Ο ΑΚΡΙΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ.

«ΒΟΗΘΕΙΑ!» ΚΡΑΖΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ. «ΒΟΗΘΕΙΑ!» ΚΡΑΖΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ, ΚΙ ΑΚΟΥΩ.

ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΚΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΚΙ ΟΙ ΡΑΤΣΕΣ ΟΛΕΣ, ΚΙ ΟΛΗ Η ΓΗΣ, ΑΚΟΥΜΕ ΜΕ ΤΡΟΜΟ, ΜΕ ΧΑΡΑ, ΤΗΝ ΚΡΑΥΓΗ ΣΟΥ.

ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΑΚΟΥΝ ΚΑΙ ΧΥΝΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΣΕ ΛΥΤΡΩΣΟΥΝ, ΚΥΡΙΕ, ΚΑΙ ΛΕΝ: «ΕΓΩ ΚΑΙ ΣΥ ΜΟΝΑΧΑ ΥΠΑΡΧΟΥΜΕ.»

ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΣΕ ΛΥΤΡΩΣΑΝ, ΣΜΙΓΟΥΝ ΜΑΖΙ ΣΟΥ, ΚΥΡΙΕ, ΚΑΙ ΛΕΝ: «ΕΓΩ ΚΑΙ ΣΥ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝΑ.»

ΚΑΙ ΤΡΙΣΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΚΡΑΤΟΥΝ, ΚΑΙ ΔΕ ΛΥΓΟΥΝ, ΑΠΑΝΩ ΣΤΟΥΣ ΩΜΟΥΣ ΤΟΥΣ, ΤΟ ΜΕΓΑ, ΕΞΑΙΣΙΟ, ΑΠΟΤΡΟΠΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ:

ΚΑΙ ΤΟ ΕΝΑ ΤΟΥΤΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ!


ΤΕΛΟΣ
Τίτλος: Απ: Νίκος Καζαντζάκης - Ασκητική
Αποστολή από: Rose στις Αυγούστου 21, 2008, 18:17:18
http://www.greeknewsonline.com/modules.php?name=News&file=article&sid=850

Η Σταύρωση του Νίκου Καζαντζάκη

Η πνευματική μυωπία του Έλληνα μεκοβε σαν διχαλοβεργα από μικρό παιδί. Από πείσμα, πήγαινα κάθε μέρα στη βιβλιοθήκη και ρουφούσα με λαιμαργία την ανυπόταχτη ορμητική σκέψη του Καζαντζάκη και ανέπνεα την δυνατή μυρωδιά της ταραγμένης οδοιπορίας του στην άβυσσο. Τίποτα δεν αγάπησα, θεοποίησα και σεβάστηκα στην ζωή μου περισσότερο από την βασανισμένη Διγενικη σκέψη του Μεγάλου Καστρινού. Άρχισα να ερευνώ κιτρινισμένες σελίδες του Ελληνικού κρατικού μηχανισμού και την αδέσμευτη επιρροή της Ορθόδοξου εκκλησίας στο γαλούχημα του Έλληνα.

Το 1930 Η Ορθόδοξη εκκλησία έκανε μήνυση και δίκασε τον Καζαντζάκη και τον Δημήτρη Γληνό για ένα άρθρο τους σε λογοτεχνικό περιοδικό. Το 1954 άρχισε ένας πρωτόγονος πνευματικός Μακαρθισμός εναντίον του μεγάλου συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη που για μισό αιώνα τίμησε και εξύψωσε την Ελλάδα και χαλύβδωσε την παγκόσμια λογοτεχνία. Ο πάπας της Ρώμης απαγόρευσε την κυκλοφορία του ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥ. Ο Καζαντζάκης έστειλε τηλεγράφημα στο Βατικανό με μια φράση στα Λατινικά του Χριστιανού απολογιστη Τεντουλιαν. "Ad tuu,. Domine, tribunal appello: Υποβάλλω την έκκληση μου στην δική σου δικαστική κρίση, Κύριε!

Τον ίδιο χρόνο ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής αποδοκιμάζει με αηδία τις "βλαστήμιες"του μαέστρου της λογοτεχνίας κατά τον θεάνθρωπο και ζητά να μην επιτραπεί η μετάφραση των βιβλίων του στα Ελληνικά. Οι δημοσιογράφοι της εφημερίδας ΕΣΤΙΑ εκφράζουν την αγανάκτηση τους και την προτίμηση τους στον Μακαρθισμό παρά τα βρομόλογα του ανήθικου Καζαντζάκη και αποκαλούν αλήτες τους διάσημους διανοούμενους υποστηρικτές της ελεύθερης σκέψης.

Ο Μητροπολίτης της Χίου κάνη αίτηση στην Ιερά Σύνοδο απαιτώντας τον αφορεσμού του άθεου και την ποινική καταδίκη του από το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων επίσης καταδικάζει τα βιβλία του βλάσφημου. Η Ορθόδοξη εκκλησία αμολά θανατηφόρες σαΐτες ενάντια στην ελεύθερη σκέψη και τρομοκρατεί τον αμαθή, θεοφοβούμενο λαό. Η σκιά του αντίχριστου απειλή να γκρεμίσει το Βασίλειο του Χριστού και της Χριστιανικής μας παράδοσης. Το μίασμα του πόρνου Καζαντζάκη αιωρούταν σαν μαύρη πανούκλα στον ουρανό και απειλούσε να καταστρέψει το Ελληνικό έθνος και να ληστέψει τις Χριστιανικές άξιες του.

Η Ιερά Σύνοδος καταράστηκε με μίσος και αφόρεσε τον Καζαντζάκη. Μα για να γίνει έγκυρη ο αφορισμός του χρειαζόταν την συγκατάθεση του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Η Ανωτάτη εξουσία της Ορθόδοξης εκκλησίας έκανε αίτηση στον Πατριάρχη Αθυναγορα της Κωνσταντινούπολης και ζήτησε να αφορεσθη επίσημα ο γιος του Σατανά. Συνάμα ζητά επιμόνως την απαγόρευση των αισχρών έργων του και την ποινική τιμωρία του από τον Αρειο πάγο, το Εφετικό δικαστήριο και τον εισαγγελέα Αθηνών. Ο Καζαντζάκης απαντά ατάραχος στην ανώτατη ιεραρχία: "Με καταραστήκατε Άγιοι Ιερείς. Εγώ σας δίνω την ευχή μου. Ελπίζω η συνείδηση σας νάνε καθαρή σαν την δική μου και νασαστε ηθικοί και θρησκευτικοί όπως εγώ."

Το 1956 απομένετε στον Καζαντζάκη το διεθνή βραβείο ειρήνης.


Στις 26 Oκτωβριου ο Καζαντζάκης πέθανε στην Γερμανία από λευχαιμία. Ο ταυρομάχος της πέννας και του λόγου πέθανε όπως γεννήθηκε: ολόγυμνος, απολεφτερωμενος από όλες τις ουτοπικές αναιμικές ιδέες και ασφυχτικά καλούπια. Ο περήφανος αετός της Κρήτης ξεπέρασε το ανθρώπινο κουβουκη του μεταξοσκώληκα και έγινε αθάνατη πνευματική πεταλούδα. Η ανάσα του μυρίζει ακόμα θυμάρι και φασκομηλιά της Κρήτης. Η παρθενική μαντινάδα που τραγούδησε στην κορφή του κόσμου με μια δοξαριά ήταν μια ολοκλήρωση του χωματένιου ανθρώπου της γης , γιατί ο αλλόκοτος τούτος τροβαδούρος ήτανε όλα μαζί: και ο στίχος και η μουσική.

Οι εφημερίδες των Αθηνών ανακοίνωσαν αθόρυβα με μικρά γράμματα τον θάνατο του μεγάλου συγγραφέα. Οι κεντρικές εφημερίδες των Αθηνών είχαν πιο ενδιαφέροντα γεγονότα να γιομίσουν τις πρώτες σελίδες τους. Η διάσημη Αμερικανίδα σεξοβομβα Τζαιν Μασφιλντ μόλις είχε φτάσει κουνιστή και λυγιστή στην πρωτεύουσα και έδινε με το κιλό προμελετημένες συνεντεύξεις.

Η σωρός του Νίκου Καζαντζάκη έφτασε στην Αθηνά στις 4 Νοέμβριου του 1957. Ξεπετάχτηκαν μονομιάς αλαφιασμένοι παπάδες και επίσκοποι της Ελλάδας. Γούρλωσαν τα σβέλτα ματάκια τους, μουγρησαν τα θεριά μέσα τους και αφήνιασε σαν μουλάρι η στείρα καρδιά τους. Πέθανε ο Αντίχριστος. Δόξα ναχη τοναμα του Κυρίου, τώρα κανείς δεν θα μπόρεση να μας κλέψει την μοναδική βασιλεία μας στα Βαλκάνια. Νικήσαμε τον Δαίμονα, το πνεύμα του κακού.

Ο Αρχιεπίσκοπος των Αθηνών Θεόκλητος άρπαξε την βλογημένη ευκαιρία να πάρει εκδίκηση ενάντια του αθυρόστομου υβριστή και συκοφάντη. Σήκωσε την ιερά του ράβδο και έδωσε διαταγή να μην επιτραπεί η σωρός του βλάσφημου νεκρού σε Αθηναϊκό ναό!

Η ορθόδοξος σύλλογος ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ έστειλε τηλεγράφημα στον Μητροπολίτη Κρήτης και σε όλη την ιεραρχία να αρνηθούν σφοδρά όλα τα ιερά μυστήρια στον αντίχριστο νεκρό και να μην επιτραπεί η κηδεία του σε κανένα νεκροταφείο της εκκλησιάς. Η σβελτάδα και το τετραπέρατο μυαλό το Αριστοτέλη Ωνάση έσωσε την Ελλάδα από τον ξεφτυλισμο και εθνική ταπείνωση. Το ίδιο απόγευμα διέθεσε ένα έκτατο αεροπλάνο της Ολυμπιακής και μετέφερε τον σωρό του γίγαντα της λογοτεχνίας στο Ηράκλειο Κρήτης.
 

Καθώς το αεροπλάνο προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο του Ηρακλείου, μια τεράστια ανθρωποθάλασσα υποδέχτηκε τον γιο του Ψηλορείτη. Χιλιάδες Καστρικοι, άνθρωποι της παγκόσμιας τέχνης, του θεάτρου, της πολιτικής και των τοπικών αρχών περίμεναν με θλίψη τον διάσημο νεκρό. Το φέρετρο τοποθετήθηκε στον Μητροπολιτικό ναό του Άγιου Μήνα με την έγκριση του Μητροπολίτη της Κρήτης Ευγένιου που αψήφησε τις απειλές της Ιεραρχίας και έψαλε μια σύντομη επιμνημόσυνο δέηση. Βρακοφόροι Κρητικοί και κοπελιές του Λυκείου με εθνικές ενδυμασίες και μαύρες μαντίλες στάθηκαν δίπλα στο φέρετρο. Εκατοντάδες στέφανα κατατέθηκαν στην τιμή του Κρητικού και το λαϊκό προσκύνημα κράτησε μέχρι αργά τα μεσάνυχτα.

Εν τω μεταξύ το Δημοτικό Συμβούλιο του Ηρακλείου σε έκτακτη συνέλευση του ψήφισε να ταφή ο μεγάλος νεκρός με δημόσια δαπάνη στον Ενετικό προμαχώνα Μαρτινεγκο. Σκάφτηκε βιαστικά μια χωματένια λακκούβα στη κορυφή του τείχους-- ένας στιγματισμένος ανευλόγητος τάφος αντιφατικός με όλα τα ιερά ήθη και τους κανόνες τις Ορδοδοξιας.

Νοέμβριος, 5, 1957. Ο Καθεδρικός ναός του Άγιου Μήνα στις 11 το πρωί ήταν ασφυκτικά γιομάτος. Κάθε δρόμος και σοκάκι του Κάστρου είχε σκεπαστεί από μια τεράστια πυκνή ανθρωποθάλασσα που θρηνούσε σιωπηλά και με αξιοπρέπεια τον μεγάλο νεκρό. Στα μπαλκόνια και καταστήματα κυμάτιζαν Εθνικές θλιμμένες σημαίες. Έκλεισαν τα σχολειά , άνοιξαν παράθυρα και πόρτες και ξεμύτισαν έξω οι Καστρινοί για να αποχαιρετήσουν τον συμπατριώτη τους—την καυτή ανάσα της Κρήτης . Ο Ψηλορείτης πέρα μακριά στον ορίζοντα ορθωμένος αντρίκεια και περήφανα περίμενε με αδάμαστη λαχταρά να σφιχτοαγκαλιαση τον ξενιτεμένο θρέμμα του στα ατσάλινα Κρητικά του στήθια. Ούτε ένα δάκρυ δεν έσταξε από τα γέρικα μάτια του.

Ο Μητροπολίτης Ευγένιος έψαλε την νεκρώσιμη ακολουθία παρουσία του πρωτοσύγκελου αρχιμανδρίτη Φιλόθεου. Ο δήμαρχος του Ηρακλείου, ο συναρχηγος των Φιλελευθέρων Γεώργιος Παπανδρέου, Ο Νορβηγός συγγραφέας Μαξ Ταου, πρυτάνεις του Πανεπιστημίου, ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων και διάφοροι λογοτεχνικοί σύλλογοι προσφώνησαν και τίμησαν με γενναιοδωρία τον μεγαλύτερο λογοτέχνη του αιώνα μας.

Η Δημοτική μουσική του Κάστρου προηγήθηκε της νεκρικής πομπής παίζοντας τον Κρητικό ύμνο. Το φέρετρο συνόδευσαν βρακοφόροι και κοπελιές του Λυκείου κρατώντας τα κατατεθέντα στέφανα. Ακολούθησαν η χήρα του νεκρού Ελενη Καζαντζάκη, οι αδελφές του Αναστασία και Μαρία, και Έλληνες επίσημοι. Πήραν σειρά οι φοιτητές της παιδαγωγικής Ακαδημίας και άνθρωποι των γραμμάτων και θεάτρου κρατώντας τα βιβλία του Καζαντζάκη και πίσω ακολούθησε χιλιάδες λαός. Σαν τοποθετήθηκε ο νεκρός μέσα στον πρόχειρο τάφο στην γη που τον γέννησε, η Ελλάδα ολόκληρη έγειρε το κεφάλι και τον μοιρολόγησε. Αυτή την συγκινητική εικόνα ζωγράφισαν οι Ελληνικές εφημερίδες. Η Φιλαρμονική του Δήμου έπαιξε ξανά με δέηση τον ύμνο της Κρήτης : “Από φλόγες η Κρητη ζωσμένη τα βαριά της τα σίδερα σπα και σαν πρώτα χτυπιέται χτυπά και γοργή κατεβαίνει. ”

Μα το άψυχο σώμα του Καζαντζάκη δεν πρόλαβε να αναπαυτεί στην γαλήνη της αιωνιότητας. Την ίδια κιόλας μέρα ο αρχιμανδρίτης Αυγουστίνος Καντιωτης του Ορθόδοξου περιοδικού της Κοζάνης ΣΠΙΘΑ σφεντόνισε μίζερο φαρμάκι ενάντια στους Έλληνες επίσημους που τόλμησαν να παρασταθούν στην κηδεία του ανήθικου βλάστημου του Χριστού και γράφει με παράφορη οργή: Ρεζίλια των σκυλιών γίναμε. Η συντέλεια των αιώνων έφτασε! Βόθρος ρέει από τους ακάθαρτους ποταμούς από τις σελίδες του ανήθικου. Σήμερα η Ελλάς κηδεύει με δημόσιον δαπάνη ποιον τον υβριστή της εκκλησίας μας. Φρίκη, ούτε ο υπόνομος των Αθηνών δεν θα ανέδιδε τέτοια δυσωδία. Έφτασε η Δευτέρα παρουσία! Το θλιβερότερο ο Μητροπολίτης Ευγένιος παρόλο που ειδοποιήθηκε αυστηρά από την Ιεραρχία άφησε τον βλάστημο να μπει μέσα σε Χριστιανική εκκλησία και παρέστη στην κηδεία του! Εύγε Άγιε της Κρήτης Μητροπολίτη Ευγένιε! Η εκκλησία της Κρήτης έδωσε εξετάσεις σήμερα και μηδενίστηκε στην συνείδηση της Ορθοδοξίας! Ντροπή σας, χυδαιολόγοι της πίστης μας. Να πατε στην Χάβρες, να πατε στα τζαμιά αλλά να μην πατήσετε τα πόδια σας σε ιερόν ναό της εκκλησίας μας πρυτάνεις των Πανεπιστημίων, λογοτέχνες και πολιτικοί. Αν ζούσαν σήμερα οι τρεις Ιεράρχες θα σας είχαν αφορέσει όλους σας!

Ι972, λίγο μετά το Πάσχα. Το περιοδικό ΤΑΞΙΔΙ των Αθηνών μεστειλε στην Κρητη να κάνω ένα ρεπορτάζ για τον τουρισμό. Το μεγαλύτερο σφάλμα που μπορούσε να κάνη ένας συντάκτης σε ένα νιούτσικο ατίθασο δημοσιογράφο. Ο πρώτος μου σταθμός ήταν το Ηράκλειο – η γενέτειρα του Καζαντζάκη ! Λωλάθηκα, παλάβωσα, έχασα το μυαλό μου. Ο πνευματικός μου έρωτας με τον Καζαντζάκη με παρέσυρε σαν θύελλα στον ανεμοστρόβιλο της πανούργας καρδιάς μου. Τίποτα δεν σταματούσε τον ταύρο μέσα μου που ζητούσε να μονομαχήσει με το κόκκινο πανί της αλήθειας και δικαίωσης. Μια έρευνα για την κηδεία και τον αφορεσμό του Κρητικού συγγραφέα θα ηρεμούσε το σαρκοφορο σκουλήκι που μετρωγε μέσα μου.

Mε κομμένη την ανάσα ανηφόρησα για τον προμαχώνα του Μαρτινεγκου! Ανατρίχιασα σαν αντίκρισα τον χωματένιο μίζερο τάφο του--απόμεμενωμενος, ερημικός πεταμένος στην κορφή του Ενετικού τείχους σαν ένα στείρο ξεροκλαδο στην απεραντωσυνη του χρονου και τοπου. Μάζεψα μερικά ατίθασα αγριολούλουδα που φύτρωσαν από συμπόνια ολόγυρα στον τάφο του και τα απόθεσα τρυφερά στον ξύλινο λιτό σταυρό. Διάβασα τα σκαλισμένα αθάνατα λόγια του Καζαντζάκη: ΔΕΝ ΦΟΒΑΜΑΙ ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΕΛΠΙΖΩ ΤΙΠΟΤΑ ΕΙΜΑΙ ΛΕΥΤΕΡΟΣ. Τα λόγια του σαν ελαφρό αγεράκι δρόσισαν την φωτιασμενη καρδιά μου.

Κατηφόρισα σκυθρωπά τους δρόμους της πρωτεύουσας και σεργιάνισα άσκοπα τα στενα στα σοκάκια της.

Το ιστορικό μουσείο Κρήτης που φιλοξενούσε δυο αίθουσες με προσωπικά αντικείμενα το Καζαντζάκη δεν ήταν πολύ μακριά. Περπάτησα μέχρι εκεί με λαίμαργη λαχτάρα. Ο Ανδρέας Καλοκαιρινός που δώρισε το κτήριο στο μουσείο Κρήτης ήταν ένα σπάνιος άνθρωπος. Μορφωμένος, αξιοπρεπής, ευγενικός. Αισφρανθηκε την συμπόνια μου για τον Καζαντζάκη από την πρώτη στιγμή και ένιωσε την έντονη ταραχή που φώλιαζε μέσα μου. Με φιλοξένησε με καλοσύνη για βδομάδες στο μουσείο και μου μίλησε με αφθονία για την ζωή του Καζαντζάκη, για το ταξίδι του στον Άγιο Όρος, για την εθελοντική του στρατιωτική υπηρεσία στον Βαλκανικό πόλεμο και για την φλογερή του αγάπη για την Ελλάδα και ιδιαίτερα για τον μεγάλο του έρωτα: την Κρητη.

Μια μέρα καθώς τοφερε η κουβέντα τον ρώτησα για τον αφορεσμό του Καζαντζάκη. Ο Ανδρέας σοβαρεύτηκε μεμιάς και κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Κάτι πήγε να πει, αλλά κοντοστάθηκε.

-Κάτι ξέρετε και δεν θέλετε να μιλήσετε?

- Πήγαινε στην Αρχιεπίσκοπο της Κρήτης Ευγένιο να του μιλήσεις, μου απάντησε επιτακτικά. Μην του πεις ότι σε έστειλα εγώ. Είσαι τετραπέρατη Κρητικιά, θα βρεις ένα τρόπο να τον ψαρέψεις. Τότε και μόνο θα μάθεις πράγματα για τον Καζαντζάκη πούνε θαμμένα χρόνια . Ούτε μια χούφτα άνθρωποι στον κόσμο δεν τα ξέρουν. Αν τον καταφέρεις να σου μιλήσει, θασε η μεγαλύτερη κατάσκοπος του αιώνα ! Μετά έλα εδώ και θα σουχω την μεγαλύτερη έκπληξη της ζωής σου—το πιο πολύτιμο υλικό για την ερευνά σου για τον Καζαντζάκη!

Το ίδιο κιόλας απόγευμα βρέθηκα στα σκαλιά της Αρχιεπισκοπής Κρήτης. Έτρεμαν τα χέρια μου και τα πόδια μου λύγισαν. Σίμωσα ένα βυζανιάρικο παπαδάκι, όμορφο ντροπαλό και καλοσυνάτο. Τουπα ότι δουλεύω για το περιοδικό ΤΑΞΙΔΙ και θέλω να πάρω συνέντευξη από τον Αρχιεπίσκοπο. Ξέρω ότι δεν θα με δεχτή αν δεν ήταν κάτι εκκλησιαστικό και ρώτησα τι είναι η μεγαλύτερη αδυναμία του Αρχιεπισκόπου που θα τον αναγκάσει να μου παραχωρήσει μια συνέντευξη.

-Το μεγαλύτερο ονειρο του Αρχιεπισκόπου, ψιθύρισε ταραγμένο το παπαδάκι χωρίς να με κοιτάζει είναι να χτίση μια σχολή Βυζαντινής εικονογραφίας και να την ονομάσει EL GRECO σε τιμή του Κρητικού ζωγράφου Δομίνικου Θεοτοκόπουλου.

-Σε παρακαλώ, μπορείς να με βοηθήσεις? Θέλω να γράψω ένα άρθρο για την σχολή και την ευγενή προσπάθεια του Αρχιεπισκόπου. Θα μπορέσεις να μου κλείσεις ραντεβού? Θα σου έχω ευγνωμοσύνη για πάντα!

Το καλοσυνάτο, αγνό πρόσωπο του νεανικού κληρικού γύρισε πίσω σε δέκα λεπτά, κατακόκκινο, με τα μάτια χαμηλωμένα.

-Αύριο στις 11 το πρωί σας έκλεισα ραντεβού με τον Αρχιεπίσκοπο!

Η καρδιά μου με ένα σάλτο χόρεψε Κρητικό πεντοζάλη στον ρυθμό μιας αόρατης λύρας και στα κρυφά τραγούδησε μια τρυφερή μαντινάδα. Μουρθε να αγκαλιάσω το παπαδάκι και να τον φιλήσω από την χαρά μου, αλλά κρατήθηκα. Από νευρικότητα, είχα σταθεί από τις δέκα το πρωί έξω από την Αρχιεπισκοπή. Παρόλο που ψιχάλιζε, άρχισα να ιδρώνω. Το ευγενικό παπαδάκι με πλησίασε αργότερα ντροπαλά και με οδήγησε στην αίθουσα που με περίμενε ο Αρχιεπίσκοπος Ευγένιος. Κυπαρισσένιος, εύσωμος επιβλητικός, μουδωσε το χέρι του να το φιλήσω. Δεν ξέρω τι βιδώθηκε στο μυαλό μου κείνη την αστραπιαία στιγμή και του λεω με ναζιάρικο χαμόγελο.

-Σεβασμιότατε αν μου φιλήσετε το δικό μου, θα σας φιλήσω το δικό σας!

Ο Ιεράρχης άλλαξε χρώμα και έμεινε με ανοιχτό το στόμα. και πριν προλάβει να συνέλθει του λεω αστειευοντας,

-Καλέ πως βγήκατε εσείς λαμπάδα και εγώ κερί? Ούτε στην μέση δεν σας φτάνω! Κράτησε το στομάχι του από τα τρανταχτά γέλια και έτσι έσπασε ο πάγος μεταξύ μας. Μιλούσαμε πια σαν παλιοί καλοί φίλοι. Μου πρόσφερε ένα δίσκο από Λαμπριάτικα κουλουράκια , κόκκινα αυγά και τσουρέκι. Μου μίλησε με ενθουσιασμό για ώρα πολύ για την σχολή εικονογραφίας. Με ρώτησε πως μου φάνηκε το Ηράκλειο. Τότε ταράχτηκα. Βούτηξα την ευκαιρία από τα μαλλιά.

-Τα Χανιά είναι πιο όμορφα, γραφικά, η γενέτειρα του Βενιζέλου! Το μόνο που έχει να καυχιέται το Ηράκλειο είναι ο τάφος του Καζαντζάκη!

Γέλασαν τα μουστάκια του Αρχιεπισκόπου. Τέντωσε με περηφάνια τις θεόρατες πλάτες του και κορδώθηκε σαν παγώνι.

-Εγώ τον αγαπούσα πολύ τον Καζαντζάκη, μου εξομολογείται χωρίς δισταγμό. Τον θαύμαζα στα κρυφά. Ξέρεται η εκκλησία είναι στενοκέφαλη. Δεν μπορούσα να εκφράσω τα πραγματικά μου αισθήματα.. Θα με πετούσαν έξω. Έχω διαβάσει όλα του τα βιβλία του. Τι πέννα είναι αυτή κοπελιά μου. Πιάνει πουλιά στον αέρα! Ο Καζαντζάκης κατά μένα είναι ο πρωτοψάλτης της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η εκκλησία τον παρεξήγησε. Ο Καζαντζάκης ήταν φιλόσοφος και αλληγορικός συγγραφέας.

-Μα η εκκλησία τον αφόρεσε!

-Δεν είναι αλήθεια. Ο Καζαντζάκης ποτέ δεν αφορεστηκε, αγαπητή μου. Η Ιερά Συνοδός τον καταράστηκε και τον αφόρεσε και ζήτησε από τον Πατριάρχη Αθυναγορα να επικυρώσει την αφορεση του. Ο Πατριάρχης πέταξε την αίτηση σένα συρτάρι και ακόμα εκεί είναι. Ποτε δεν την υπέγραψε. Όχι μόνο αυτό αλλά τα βιβλία του Καζαντζάκη στολίζουν και τώρα ακόμα την βιβλιοθήκη του Πατριαρχείου! 1

Είχα μείνει άφωνη, λύγισαν τα γόνατα μου. Έκαμα κόμπο την καρδιά μου και σώπασα.

-Εγώ , δεσποινίς Κατσουλακη πήγα και στην κηδεία του! Παρολες τις απειλές, διαταγές, εκκλήσεις και κατάρες που πήρα γραπτώς και προφορικώς , μπροστά μου και πίσω από την πλάτη μου έδωσα άδεια να μπει η σωρός του στον Άγιο Μηνά και έκανα μάλιστα και την νεκρική δέηση!

-Δεν φοβηθήκατε?

-Ήταν δύσκολη η θέση μου. Είχα μεγάλη πίεση και από την Ιεραρχία και από τις τοπικές αρχές. Αν δεν άφηνα την σωρό του Καζαντζάκη στον Άγιο Μηνά, θα γινόταν η επανάσταση του 1821 και θα αιματοκυλιόμαστε εδώ κάτω! Οι Κρητικοί τοχαν πάρει πολύ πατριωτικά το θέμα. Ήταν ανήμερα θηρία! Στην κηδεία κόντεψε να γίνει μεγάλο μακελειό. Κάμποσοι κληρικοί χωρίς ράσα ακολούθησαν την νεκρική πομπή βρίζοντας τον νεκρό, αρπάχτηκαν στα χέρια με ντόπιους Κρητικούς. Δύσκολες ώρες και για μένα ένα ανώτατο κληρικό!

-Εσείς το θάψατε?

-Όχι, αλίμονο μου! Θα με αφορούσε η Ιερά Σύνοδος! Είχαμε διαταγή να μην γίνει η ταφή του από κανένα Ορθόδοξο παπά. Εγώ δεν ήμουνα κοντά στην σωρό του Καζαντζάκη.

-Οι εφημερίδες έγραψαν ότι θάφτηκε ο Καζαντζάκης.

- Ο κόσμος είχε άγνοια. Όταν έφτασε η σωρός του στον Μαρτινεγκο, κάποιος έβγαλε επικήδειο λόγο. Μα κανείς κληρικός δεν ήταν γύρω για να θάψει τον νεκρό. Σκεφτείτε τώρα μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου και τις φωτογραφικές μηχανές του διεθνούς τύπου! Πουθενά παπάς. Οι Βρακοφόροι Κρητικοί άρχισαν να φουρτουνιάζουν, έμαθα από άλλους παρόντες, άρπαξαν τα αίματα και ήθελαν να βουτήξουν το φέρετρο και να το θάψουν με τα ίδια τους τα χέρια. Κείνη την τραγική στιγμή εκ θαύματος παρουσιάστηκε ένα νέος παπάς με ράσα και με θυμιατό! Ούτε ήξερα ποιος ήταν και πως βρέθηκε εκεί, από πού ξεφύτρωσε! Κανείς δεν ήξερε!


-Τώρα ξέρεται ποίος ήταν?

-Αρκετά, είπαμε κοπελιά. Ας αφήσουμε αυτήν τη συζήτηση για τον Καζαντζάκη και δώσε μου το τηλέφωνο σου στο ξενοδοχείου που μένεις να σε καλέσω για τραπέζι μια από αυτές τις μέρες. Και στείλε μου το περιοδικό όταν θα γράψεις το άρθρο για την σχολή εικονογραφίας.
Τον φίλησα στο μάγουλο και πήδηξα τα σκαλιά σαν αγριοκάτσικο.

Το άλλο πρωί πριν ακόμα ανοίξει το μουσείο είχα κουκουβίσει στα σκαλοπάτια. Ο Ανδρέας Καλοκαιρινός μόλις με είδε έλαμψε το πρόσωπο του.

- Συγχαρητήρια, τα κατάφερες!

-Ναι!

-Σου είπε Ο Αρχιεπίσκοπος ότι δεν αφορεστηκε ο Καζαντζάκης?

-Ναι! Απίστευτο!

-Για τον παπάς που τον έθαψε?

-Ναι, αλλά δεν μου είπε ποιος.

-Θα σου το πω εγώ!

Ποτέ μου δεν ένιωσα τέτοια θεϊκή ευγνωμοσύνη για τον χωματένιο άνθρωπο. Ξεκορμισα από τον τοίχο και άρχισα να κλαιω. Μου έδωσε το όνομα, την διεύθυνση και τον τόπο που έμενε ο άγνωστος παπάς που είχε το Διγενικο θάρρος και το αντρίκειο φιλότιμο ν α λιποτάχτη από τις μίζερες μικρότητες και τις ξεδιάντροπες καταπιέσεις της εκκλησίας και σαν παπάς με συνείδηση έκανε την κηδεία του μεγάλου καλλιτέχνη.

-Να μου υποσχεθείς ότι ποτέ δεν θα αναφέρεις το όνομα του καλού τούτου ανθρώπου. Υπόσχεσαι?

-Υπόσχομαι!

Σαν χτύπησα δειλά την πόρτα του σπιτιού του καλοσυνάτου ήρωα παπά, νόμιζα ότι θα σταματούσε η αναπνοή μου. Μου άνοιξε την πόρτα με ένα ήρεμο, απλοϊκό χαμόγελο γιομάτο αγάπη.

-Καλώς ήλθατε στο φτωχικό μου. Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος?

Τουπα την αλήθεια. Δεν έδειξε φόβο η έκπληξη. Απλά και σεμνά μου ζήτησε να μην αναφέρω όνομα του στην έρευνα για τον Καζαντζάκη, μόνο την ιστορία..

-Ποτέ, σας το ορκίζομαι!

-Τον Νοέμβριο του 1957 ήμουνα στρατιώτης και παπάς και υπηρετούσα την θητεία μου στο Ηράκλειο. Μια μέρα πριν την κηδεία του Καζαντζάκη, ο διοικητής κάλεσε όλους τους στρατιωτικούς και έδωσε διαταγή να μην βγει κανείς έξω από το στρατόπεδο στις 5 Νοέμβριου. Οι αρχές και ο στρατός φοβόταν μεγάλες φασαρίες, γιατί είχε έρθει εκκλησιαστική διαταγή να μην ταφή ο Καζαντζάκης. Όταν θα τοπερναν χαμπάρι οι Κρητικοί θα έκαναν μεγάλες φασαρίες. Εγώ σαν παπάς ένιωσα πολύ άσχημα. Η συνείδηση μου με πείραζε πολύ. Ήμουν παπάς. Δεν άντεχα να πάρω στον λαιμό μου τέτοιο άδικο. Δεν μπορούσα να αρνηθώ τα ιερά μυστήρια σένα βαφτισμένο Χριστιανό που δεν έκανε ποτέ κάτι ανήθικο η εγκληματικό. Όσο αφορά τα βιβλία του δεν είμαι εγώ άξιος να τον κρίνω.

-Πως τα καταφέρετε?

-Τοσκασα κρυφά από τον στρατό την μέρα της κηδείας. Πήρα αθόρυβα τα ράσα μου και έτρεξα στον Μαρτινενγκο και τον έθαψα.

-Ο κόσμος που περίμενε στον Μαρτινεγκο ήξερε τι έγινε?

-Όχι . Όλοι νόμισαν ότι με έστειλε η εκκλησία να τον κηδεύω. Είχαν δη και τον Μητροπολίτη Ευγένιο στον Άγιο Μηνά. Δεν ήξερε κανείς τι γινόταν πίσω από τα παρασκήνια!

-Τιμωρηθήκατε?

-Ναι. Πέρασα από στρατιωτικό δικαστήριο και μπήκα φυλακή για έξη μήνες!

Κοίταξα κατάματα τον ανώτατο τούτο άνθρωπο, με απέραντη ευλάβεια. Τουπιασα τα χέρια με τρυφεράδα και τα φίλησα με όλη μου την ειλικρίνεια. Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που φίλησα τα χέρια ενός κληρικού!


Σαν γύρισα στην Αθηνα , ο αρχισυντάκτης του περιοδικού ΤΑΞΙΔΙ με απέλυσε και με το δίκιο του. Σαν ειχα την έρευνα έτοιμη την εδωσα σε ένα φίλο Κρητικό, δημοσιογράφο που δούλευε για το περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ, και ηταν ανταποκριτής μιας Ελληνοαμερικανικής εφημερίδας. Μετά από καμποσες μέρες ανειπωτης αγωνίας συναντηθήκαμε στο πλατεία Συντάγματος για καφέ. Φαινόταν σκοτεινιασμένος.

-Τι έγινε με την έρευνα του Καζαντζάκη? Τι είπαν οι εφημερίδες, τα ΕΠΙΚΑΙΡΑ?

-Ότι θα πας πέντε χρόνια φυλακή αν προσπαθήσεις να την δημοσιεύσεις, μου απαντά ωμά, σχεδόν με θυμό. «Ξεχαστο Ελενη. Αυτήν την έρευνα σου συνιστώ σαν φίλος να την κάψεις. Ποτέ δεν θα δημοσιευτεί στην Ελλάδα, τόση αγαθή είσαι? Ξύπνα!

-Μα είναι αλήθεια!

-Για αυτό ακριβώς δεν θα δημοσιευτεί ποτέ, γιατί είναι αλήθεια!

Κραυγές οργής και φρίκης υψώθηκαν μέσα μου. Αισθάνθηκα σαν κάποιος ξερίζωσε την καρδιά μου και την πέταξε σένα αγκαθωτό γκρεμό, χωρίς έλεος. Μα δεν τοβαλα κάτω. Μεταφρασα το κείμενο στα Αγγλικά και τοστειλα στο Αμερικανικό περιοδικό NEWSWEEK. Το περιοδικό δέχτηκε το κείμενο για τον Καζαντζάκη σαν πληροφοριακή πηγή και φυλάχτηκε στην βιβλιοθήκη. Αργότερα έστειλα την έρευνα στη Ελενη Καζαντζάκη. Η χήρα του Καζαντζάκη την δέχτηκε όπως ένας σταυρωμένος περίμενε με λαχτάρα την ανάσταση του. Τοτε και μονο ένιωσα ότι είχα κάνη το χρέος μου!


Το 2003 το σαρκοφορο σαράκι της δικαίωσης άρχισε πάλι να τρωει τα σωθικά μου και αποφάσισα να ξαναγράψω στα Ελληνικά την ερευνα για τον Καζαντζάκη. Ο Αρχιεπίσκοπος Ευγένιος Ψαλλιδακης ειχε πεθανη το 1978. Ο Ανδρέας Καλοκαιρινός το 1992. Έστειλα χωρίς να ελπίζω φαξ στον Μητροπολίτη Μελέτιο, αρχιγραμματεα της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης και ζητηζα επισιμη επιβεβαιωση σχετικα με τον αφορεσμο του Καζανζακη.

Μα η μοίρα και το ριζικό είναι αναπάντεχο και γνέθει τις δικές του σαϊτιές. Πριν από κάμποσες εβδομάδες, καθώς ψαχούλευα ένα αραχνιασμένο κουτί γιομάτο ποιήματα—σπίθες της νιότης, βρήκα στα Ελληνικά την έρευνα του Καζαντζάκη! Τα χέρια μου έτρεμαν σαν επιληπτικά. Τα μάτια μου θόλωσαν. Ήταν το πνεύμα του μεγάλου συγγραφέα που ζητούσε δικαίωση? Δεν ξέρω. Οι κιτρινισμένες σελίδες είχαν φαγωθεί και δύσκολα διαβαζόταν. Κάθισα και το ξανάγραψα. Ήταν μια εσωτερική ανάγκη και ένα ιερό χρέος για να τιμήσω τον πνευματικό άνθρωπο που δεν υποταζεται σε καλόβουλες αυλές και δεν αναπαύεται σε καρποφόρα, εφήμερα λιβάδια, παρά φορτώνει το δισάκι της ευθύνης στον ώμο και παίρνει το κακοτραχαλο μονοπατι για να βρει την αγκαθωτή αλήθεια.

Με αγάπη,

Ελενη Κατσουλακη

Σημείωση. Στις 29 Ιουνίου του 2003 έλαβα ένα συστημένο επίσημο γράμμα από την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης που επιβεβαιώνει μετά από 50 χρόνια άναντρης σιωπής, ότι δεν υπάρχει αφορεσμός του Καζαντζάκη στα αρχεία τους. 1
___________________________________________________________________________________

1Γιατί ο Πατριάρχης Αθυναγόρας δεν υπέγραψε ποτέ τον αφορισμό του Καζαντζάκη; Ίσως επειδή ήταν συνάδελφοι, ή απλά αδελφοί... 
Τίτλος: Απ: Νίκος Καζαντζάκης - Ασκητική
Αποστολή από: Rose στις Αυγούστου 21, 2008, 19:36:25
'Οπως μας διαφωτίζει η "Μεγάλη Στοά της Ελλάδος", ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν Ελευθεροτέκτονας.

http://www.grandlodge.gr/Famous_gr_home.html
Τίτλος: Απ: Νίκος Καζαντζάκης - Ασκητική
Αποστολή από: Rose στις Αυγούστου 21, 2008, 23:09:11
http://www2.rizospastis.gr/wwwengine/story.do?id=3878129&publDate=17/1/2007

Ξένοι μελετούν... Καζαντζάκη

Η «Διεθνής Εταιρεία Φίλων Νίκου Καζαντζάκη» συνεχίζει να προωθεί το έργο του μεγάλου συγγραφέα σε ξένα πανεπιστήμια.

Συγκεκριμένα:

Στο Πανεπιστήμιο Μπουχάρας (Ουζμπεκιστάν) μεταφράζεται στα ουζμπέκικα το μυθιστόρημα «Αδερφοφάδες» και συντάσσεται μελέτη γι' αυτό.

Στο Πανεπιστήμιο Flinders Αδελαΐδας (Αυστραλία) διδάσκεται το μυθιστόρημα «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά».

Στο Πανεπιστήμιο Kouza (Ιάσιο Ρουμανίας) ετοιμάζεται διδακτορική διατριβή για το έργο του Καζαντζάκη.

Στο Πανεπιστήμιο Κιέβου (Ουκρανία) διδάσκονται αποσπάσματα του μυθιστορήματος «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά».

Στο Πανεπιστήμιο Διεθνών Σπουδών Σαγκάης (Κίνα) ετοιμάζεται εργασία για τη «Φιλοσοφική σκέψη του Νίκου Καζαντζάκη».

Στο Πανεπιστήμιο του Σαντιάγκο (Χιλή) δημοσιεύτηκε η μελέτη «Ασκητική της ελευθερίας, σε έξι τραγωδίες του Νίκου Καζαντζάκη».

Τίτλος: Απ: Νίκος Καζαντζάκης - Ασκητική
Αποστολή από: Rose στις Αυγούστου 21, 2008, 23:14:41
http://www.sofiatimes.com/index.php?option=com_content&task=view&id=5398&Itemid=2

Εκδηλώσεις ανά τον κόσμο της Διεθνούς Εταιρίας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη     

Σειρά εκδηλώσεων σε περισσότερες από δέκα χώρες της Ευρώπης, της Αμερικής και της Ασίας προγραμματίζει για το επόμενο τρίμηνο η Διεθνή Εταιρία Φίλων Νίκου Καζαντζάκη, με στόχο την ευρύτερη προβολή του έργου του μεγάλου μας συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη. Στις 18 του μηνός διοργανώνεται μεγάλη εκδήλωση στη Βαρκελώνη της Ισπανίας και στις 20 στο Βερολίνο. Ακολουθούν το Μάιο περιοδείες στο Ισραήλ, τη Λευκορωσία, το Καζακστάν και το Τατζικιστάν, τον Καναδά, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο, ενώ μέσα στο Ιούνιο θα διοργανωθούν εκδηλώσεις στη Κροατία και την Ελλάδα. Η κάθε εκδήλωση γνωρίζει επιτυχία, που ξεπερνά τις προσδοκίες των διοργανωτών, όπως επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Πρόεδρος της Συντονιστικής Επιτροπής της Εταιρίας, Γιώργος Στασινάκης.

«Μας συγκινεί η αγάπη που δείχνουν άνθρωποι διαφόρων ηλικιών και με διαφορετική κουλτούρα, για το έργο και τη σκέψη του μεγάλου μας συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη, σε κάθε χώρα που πήγαμε. Αυτός άλλωστε είναι και στόχος της Εταιρίας μας», λέει ο κ. Στασινάκης. «Το διαπιστώσαμε για άλλη μία φορά στις εκδηλώσεις που οργανώσαμε στο πανεπιστήμιο Ταρτού στην Εσθονία, στο τέλος Μαρτίου, και στο Πανεπιστήμιο της Ρήγα στη Λετονία στις 11 του μηνός».

Σε περισσότερες από 70 χώρες σε όλο τον κόσμο παρουσιάστηκε το έργο του μεγάλου Κρητικού

Αξίζει να αναφερθεί ότι η καθηγήτρια του πανεπιστημίου Ταρτού Kaarina Rein μεταφράζει την Ασκητική του Καζαντζάκη, ενώ στη Λετονία έχει γίνει ήδη η πρώτη μετάφραση της Τερτσίνας του Ν. Καζαντζάκη «Μωησής».

Από την ίδρυση της Διεθνούς Εταιρίας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη το 1988 στη Γενεύη, το έργο του μεγάλου Κρητικού έχει παρουσιαστεί σε περισσότερο από 70 χώρες σε όλες τις ηπείρους. Όλα αυτά τα χρόνια σε τακτά χρονικά διαστήματα η Εταιρία διοργανώνει εκδηλώσεις, συνέδρια, ημερίδες και λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, ενώ εκδίδει την εξαμηνιαία γαλλόφωνη επιθεώρηση Le Regard cretoi (Κρητική ματιά). Η Εταιρεία έχει Εθνικά Τμήματα σε όλο τον κόσμο και τα μέλη της κατοικούν σε 94 χώρες.

Ο Γιώργος Στασινάκης ζει μόνιμα στη Γενεύη. Σπούδασε Νομική και Πολιτικές Επιστήμες στη Γαλλία. Διατέλεσε ανώτερο διοικητικό στέλεχος του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Πυρηνικών Ερευνών, όπως και βοηθός Κοσμήτορα της Νομικής Σχολής του πανεπιστημίου της Γενεύης.

 Πηγή: ΕΡΤ 3 - ΑΠΕ
Τίτλος: Απ: Νίκος Καζαντζάκης - Ασκητική
Αποστολή από: Rose στις Σεπτεμβρίου 07, 2008, 22:23:01
Όσοι θεωρούν, πως ο Γεσουχά της Βίβλου, ή ο Βούδας έχουν πει τις μεγαλύτερες σοφίες... δεν έχουν διαβάσει την Ασκητική του Καζαντζάκη. :)
Τίτλος: Απ: Νίκος Καζαντζάκης - Ασκητική
Αποστολή από: etidorhpa στις Σεπτεμβρίου 08, 2008, 13:50:07
Όσοι θεωρούν, πως ο Γεσουχά της Βίβλου, ή ο Βούδας έχουν πει τις μεγαλύτερες σοφίες... δεν έχουν διαβάσει την Ασκητική του Καζαντζάκη. :)

πραγματικα συγκλονιστικο γραψιμο..απο το Καλεσμα,την Πορεία,την αναλυση του Μικροκοσμου και του Μακροκοσμου..την θεια σπιθα,(το φιλοσοφικο πυρ)...ολα με μια πεννα που
που βουταει βαθια,στα  εγκατα της ψυχης για να ανεβει ως τα πιο ψηλα καστρα..

Για τους αλλους (Γεσουχα,Βουδα..κλπ) δεν εχουμε τα γραπτα τους,αλλα τις "σοφιες" τους μεσω των γραπτων αλλων,(εκτος ισως απο καποια λιγα κειμενα που χρεωνονται στον Βουδα),οποτε ισως να υπηρχε και σε αυτους η φλογα..

αλλα οποιος εχει γραψει ποτε στη ζωη του,καταλαβαινει αυτο το χειμαρρο που βγαινει ,απο το στηθος,γιατι αν δεν βγει θα σου σκισει τις σαρκες...οταν ταυτοχρονα παρατηρεις,αναλυεις,φανταζεσαι,νοιωθεις,αγωνιας..και ολα αυτα με την φλογα πρωτα απο ολα να τα γραψεις για να "ημερεψεις" τα θερια σου..ετσι φτανεις σε μια σχεδον "εκστατικη" κατασταση "Φωτισης",που οσο γραφεις τοσο πιο βαθεια μεσα σε πηγαινει αλλα και τοσο πιο ψηλα σε ανεβαζει...
Ναι,ισως και οι αλλοι να ειχαν σοφιες.....αλλα ο ΛΟΓΟΣ του Καζαντζακη ειναι Μαγικος..κυριολεκτικα..

+ν-
Τίτλος: Απ: Νίκος Καζαντζάκης - Ασκητική
Αποστολή από: etidorhpa στις Σεπτεμβρίου 08, 2008, 13:59:03
Και μια και ο λογος για Λογο...


ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ


Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια.

Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ' αυτήν
την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους.

Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη.

Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας
και της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν
στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρ-
χόντων.

Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμέ-
νο δέρας της υπάρξεώς μας.

Ανδρεας  Εμπειρικος

χθες/απογευμα/μου αρεσε ο τιτλος

+ν-
Τίτλος: Απ: Νίκος Καζαντζάκης - Ασκητική
Αποστολή από: Rose στις Σεπτεμβρίου 08, 2008, 14:35:18
αλλα οποιος εχει γραψει ποτε στη ζωη του,καταλαβαινει αυτο το χειμαρρο που βγαινει ,απο το στηθος,γιατι αν δεν βγει θα σου σκισει τις σαρκες...οταν ταυτοχρονα παρατηρεις,αναλυεις,φανταζεσαι,νοιωθεις,αγωνιας..και ολα αυτα με την φλογα πρωτα απο ολα να τα γραψεις για να "ημερεψεις" τα θερια σου..ετσι φτανεις σε μια σχεδον "εκστατικη" κατασταση "Φωτισης",που οσο γραφεις τοσο πιο βαθεια μεσα σε πηγαινει αλλα και τοσο πιο ψηλα σε ανεβαζει...

Αυτήν την κατάσταση μόνο ένας Μυστικιστής μπορεί να νιώσει... Τον πύρινο Λόγο...

Ναι,ισως και οι αλλοι να ειχαν σοφιες.....αλλα ο ΛΟΓΟΣ του Καζαντζακη ειναι Μαγικος..κυριολεκτικα..

Αυτός ο άνθρωπος κυριολεκτικά Φωτίστηκε... και ότι τον αφόρισε η ιερά σύνοδος, δείχνει τελικά, πόσο βαθιά νυχτωμένοι ήταν και είναι...   
Τίτλος: Απ: Νίκος Καζαντζάκης - Ασκητική
Αποστολή από: Trithemius στις Σεπτεμβρίου 08, 2008, 16:02:03
Σχετικά με τον αφορισμό του Καζαντζάκη, όπως φαίνεται, τελικά δεν τον αφόρισαν και για του λόγου το αληθές, σας παραθέτω σχετική επιστολή του αρχειοφύλακα του πατριαρχείου προς την Ελένη Κατσουλάκη, η οποία μνημονεύτηκε λίγο πιο πάνω:

(http://img153.imageshack.us/img153/1448/77335790ix5.jpg) (http://imageshack.us)
Τίτλος: Απ: Νίκος Καζαντζάκης - Ασκητική
Αποστολή από: Rose στις Σεπτεμβρίου 14, 2008, 11:33:34
http://www.sed.gr/cgi-bin/ikonboard/ikonboard.cgi?act=ST;f=14;t=131

XPONOΛOΓIO*

1883. O Kαζαντζάκης γεννιέται στις 18 Φεβρουαρίου / 3 Μαρτίου** στο Hράκλειο της Kρήτης, η οποία αποτελούσε ακόμη μέρος της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας.

O πατέρας του Mιχάλης ήταν έμπορος γεωργικών προϊόντων και κρασιού και καταγόταν από τους Bαρβάρους, όπου βρίσκεται σήμερα το Mουσείο Kαζαντζάκη.

Πολύ αργότερα ο Mιχάλης έμελλε να γίνει ένα από τα πρότυπα για τον Kαπετάν Mιχάλη στο ομώνυμο μυθιστόρημα.

1889. Kρήτες επαναστάτες αποτυγχάνουν στην προσπάθειά τους να απελευθερώσουν το νησί από τους Tούρκους. H οικογένεια Kαζαντζάκη καταφεύγει στην Eλλάδα για έξι μήνες.

1897-1898. ʼλλη μια Kρητική επανάσταση, η οποία στέφεται με επιτυχία αυτή τη φορά. O Nίκος στέλνεται στη Nάξο για προληπτικούς λόγους, όπου εγγράφεται σε σχολείο Γάλλων μοναχών. Έτσι ριζώνει μέσα του η αγάπη για τη γαλλική γλώσσα.

1902. Έχοντας ολοκληρώσει τις Γυμνασιακές του σπουδές στο Hράκλειο, ο Kαζαντζάκης πηγαίνει στην Aθήνα για να σπουδάσει Nομικά.

1906. Πριν ακόμη πάρει το πτυχίο του, ο Kαζαντζάκης δημοσιεύει το δοκίμιο H Aρρώστια του Αιώνος, και το μυθιστόρημα Όφις και Kρίνο· γράφει επίσης το δράμα Ξημερώνει.

1907. Tο Ξημερώνει βραβεύεται και παίζεται στην Aθήνα, όπου προκαλεί ζωηρές συζητήσεις. O νέος Kαζαντζάκης γίνεται διάσημος εν μια νυκτί. Ξεκινά τη δημοσιογραφική του καριέρα και μυείται στον Tεκτονισμό. Tον Oκτώβριο αρχίζει μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι, όπου εξακολουθεί να δημοσιογραφεί και να γράφει λογοτεχνία.

1908. Στο Παρίσι παρακολουθεί τις διαλέξεις του Aνρί Mπεργκσόν, διαβάζει Nίτσε και ολοκληρώνει το μυθιστόρημα Σπασμένες Ψυχές.

1909. Tελειώνει τη διατριβή του για το Nίτσε και γράφει το δράμα O Πρωτομάστορας. Eπιστρέφοντας στην Kρήτη μέσω Iταλίας, δημοσιεύει τη διατριβή του, τη μονόπρακτη τραγωδία Kωμωδία και το μελέτημα H επιστήμη εχρεωκόπησε; Ως πρόεδρος της Eταιρείας Διονυσίου Σολωμού - Hρακλείου, ομάδα που συνηγορούσε υπέρ της υιοθέτησης της δημοτικής στα σχολεία και της εγκατάλειψης της καθαρεύουσας, ο Kαζαντζάκης γράφει ένα εκτενές μανιφέστο για τη γλωσσική μεταρρύθμιση που δημοσιεύεται σε αθηναϊκό περιοδικό.

1910. Tο δοκίμιό του με τίτλο Για τους νέους μας χαιρετίζει τον Ίωνα Δραγούμη, έναν ακόμη δημοτικιστή, ως τον προφήτη που θα οδηγήσει την Eλλλάδα σε νέες δόξες, καθώς επιμένει ότι η χώρα πρέπει να ξεπεράσει την υποταγή της στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. O Kαζαντζάκης συζεί στην Aθήνα με τη Γαλάτεια Aλεξίου, Hρακλειώτισσα διανοούμενη, δίχως να παντρευτούν. Kερδίζει το ψωμί του μεταφράζοντας από τα Γαλλικά, τα Γερμανικά, τα Aγγλικά και τα Aρχαία Eλληνικά. Γίνεται ιδρυτικό μέλος του Eκπαιδευτικού Oμίλου, της σημαντικότερης ομάδας πίεσης υπέρ της δημοτικής.

1911. Παντρεύεται τη Γαλάτεια.

1912. Γνωρίζει τη φιλοσοφία του Mπεργκσόν στους Έλληνες διανοούμενους με μια διάλεξη που δίδεται προς τα μέλη του Eκπαιδευτικού Oμίλου και δημοσιεύεται αργότερα στο Δελτίο του. Mε το ξέσπασμα του πρώτου Bαλκανικού Πολέμου κατατάσσεται στο στρατό ως εθελοντής και διορίζεται στο ιδιαίτερο γραφείο του Πρωθυπουργού Ελευθερίου Bενιζέλου.

1914. Tαξιδεύει μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό στο Άγιον Όρος, όπου διαμένουν επί σαράντα ημέρες σε διάφορα μοναστήρια. Eκεί διαβάζει Δάντη, Bούδα και τα Eυαγγέλια· μαζί με το Σικελιανό ονειρεύονται τη δημουργία μιας νέας θρησκείας. Για να εξασφαλίσει τα προς το ζην συγγράφει παιδικά βιβλία σε συνεργασία με τη Γαλάτεια.

1915. Παρέα πάλι με το Σικελιανό περιηγείται την Eλλάδα. Στο ημερολόγιό του γράφει "Oι τρεις μεγάλοι μου δάσκαλοι: Όμηρος - Dante - Bergson". Αποσύρεται σε ένα ησυχαστήριο και ολοκληρώνει ένα βιβλίο - το οποίο δεν σώζεται - πιθανόν για το ʼγιον Όρος.

Στο ημερολόγιό του σημειώνει: "Όλο μου το έργο devise και σκοπό θα 'χει: Come l' uom s' etterna" (πως σώζει ο άνθρωπος τον εαυτό του, από το Inferno του Δάντη, XV.85). Kατά πάσα πιθανότητα κάνει την πρώτη γραφή των θεατρικών έργων Xριστός, Oδυσσέας και Nικηφόρος Φωκάς.

Tον Oκτώβριο ταξιδεύει στη Θεσσαλονίκη για να υπογράψει ένα συμβόλαιο για την αποκομιδή ξυλείας από το ʼγιον Όρος. Eκεί παρακολουθεί την αποβίβαση των Αγγλικών και Γαλλικών στρατευμάτων που πρόκειται να πολεμήσουν στο μέτωπο της Θεσσαλονίκης στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Tον ίδιο μήνα ενώ διαβάζει Tολστόι αποφασίζει ότι η θρησκεία έχει περισσότερη σημασία από τη λογοτεχνία και ορκίζεται να αρχίσει "απ' όπου ο Tολστόι κατέληξε".

1917. Eξ' αιτίας της ανάγκης για κάρβουνο ακόμη και χαμηλής ποιότητας κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Kαζαντζάκης προσλαμβάνει έναν εργάτη ονόματι Γιώργη Zορμπά και επιχειρεί να εκμεταλλευθεί ένα λιγνιτωρυχείο στην Πελοπόννησο.

H εμπειρία αυτή, μαζί με το σχέδιο του 1915 για την αποκομιδή ξυλείας θα μεταμορφωθεί πολύ αργότερα στο μυθιστόρημα Bίος και Πολιτεία του Aλέξη Zορμπά. Tον Σεπτέμβριο πηγαίνει στην Eλβετία, όπου φιλοξενείται από το Γιάννη Σταυριδάκη, πρόξενο της Eλλάδας στη Zυρίχη.

1918. Περιηγείται την Eλβετία κάνοντας "προσκύνημα στα λημέρια του Nίτσε". Aποκτά έναν αισθηματικό δεσμό με μια Eλληνίδα διανοούμενη, την Έλλη Λαμπρίδη.

1919. O Πρωθυπουργός Bενιζέλος διορίζει τον Kαζαντζάκη Γενικό Διευθυντή του Yπουργείου Περιθάλψεως, με συγκεκριμένη αποστολή τον επαναπατρισμό 150.000 Eλλήνων που υφίστανται διωγμό από τους Mπολσεβίκους στον Kαύκασο.

Tον Iούλιο αναχωρεί με την ομάδα του, στην οποία συμμετέχουν ο Σταυριδάκης και ο Zορμπάς. Tον Aύγουστο μεταβαίνει στις Bερσαλλίες για να δώσει αναφορά στο Bενιζέλο, που παρευρίσκεται στις διαπραγματεύσεις για τη Συνθήκη Eιρήνης.

Στη συνέχεια ο Kαζαντζάκης πηγαίνει στη Mακεδονία και στη Θράκη για να επιβλέψει την εγκατάσταση των προσφύγων εκεί. Oι εμπειρίες αυτές αξιοποιούνται πολύ αργότερα στο μυθιστόρημα O Xριστός Ξανασταυρώνεται.

1920. O Kαζαντζάκης καταπτοείται από την δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη στις 31 Iουλίου (παλαιό ημερολόγιο). Mετά την ήττα του Κόμματος των Φιλελευθέρων του Bενιζέλου στις εκλογές του Nοεμβρίου, αποχωρεί από το Yπουργείο Περιθάλψεως και φεύγει για το Παρίσι.

1921. Περιηγείται τη Γερμανία, επιστρέφοντας στην Eλλάδα το Φεβρουάριο.

1922. H προκαταβολή ενός συμβολαίου με έναν αθηναίο εκδότη για μια σειρά σχολικών βιβλίων του επιτρέπει να ξαναφύγει από την Eλλάδα. Διαμένει στη Bιέννη από τις 19 Mαΐου μέχρι τα τέλη Aυγούστου. Eκεί προσβάλλεται στο πρόσωπο από έκζεμα που ο γιατρός Bίλχελμ Στέκελ "αποστάτης" της Φροϋδικής σχολής ονομάζει "νόσο των αγίων".

Mέσα στην παρακμή της μεσοπολεμικής Bιέννης, μελετά βουδιστικές γραφές και αρχίζει να γράφει ένα θεατρικό έργο για τη ζωή του Bούδα. Mελετά επίσης τον Φρόυντ και σχεδιάζει την Aσκητική. Tο Σεπτέμβριο βρίσκεται στο Bερολίνο, όπου μαθαίνει για την ήττα των Eλλήνων από τους Tούρκους στη Mικρά Aσία.

Eγκαταλείποντας τις παλιές του εθνικιστικές πεποιθήσεις, προσκολλάται στους κομμουνιστές επαναστάτες. Eπηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τη Pαχήλ Λίπσταϊν-Μινκ, και τον δικό της κύκλο ριζοσπαστών γυναικών. Σκίζει το ημιτελές έργο Bούδας και το ξαναρχίζει σε νέα μορφή. Eπίσης αρχίζει να γράφει την Aσκητική, που αποτελεί την προσπάθεια του να συμβιβάσει τον ακτιβισμό των κομμουνιστών με την εγκαρτέρηση του Bουδισμού. Oνειρεύεται την εγκατάστασή του στη Pωσία και παρακολουθεί μαθήματα Pωσικών.

1923. H περίοδος της Bιέννης και του Bερολίνου είναι καλά τεκμηριωμένη, χάρη στα πολυάριθμα γράμματα του Kαζαντζάκη στη Γαλάτεια, η οποία εξακολουθεί να διαμένει στην Aθήνα. O Kαζαντζάκης ολοκληρώνει την Aσκητική του τον Aπρίλιο και ξαναπιάνει το Bούδα. Tον Iούνιο πηγαίνει προσκύνημα στο Nάουμμπεργκ, γενέτειρα του Nίτσε.

1924. Περνάει τρεις μήνες στην Iταλία.  Επισκέπτεται την Πομπηία, η οποία σαν σύμβολο του γίνεται έμμονη ιδέα. Στη συνέχεια εγκαθίσταται στην Aσσίζη, ολοκληρώνει το Bούδα και ασπάζεται τη διδασκαλία του Aγίου Φραγκίσκου, στην οποία θα μείνει πιστός εφ' όρου ζωής.

Λίγο μετά την επιστροφή του στην Aθήνα γνωρίζει την Eλένη Σαμίου. Στο Hράκλειο αναλαμβάνει την πνευματική ηγεσία μιας κομμουνιστικής ομάδας δυσαρεστημένων προσφύγων και παλαιμάχων από τη Mικρασιατική εκστρατεία. Aρχίζει το σχεδιασμό της Oδύσσειας και πιθανώς συγγράφει το Συμπόσιο.

1925. H πολιτική του δραστηριότητα οδηγεί στη σύλληψή του, αλλά κρατείται μόνο εικοσιτέσσερις ώρες. Γράφει τις Pαψωδίες A-Z της Oδύσσειας. H σχέση του με την Eλένη Σαμίου γίνεται βαθύτερη.

Tον Oκτώβριο αναχωρεί για τη Pωσία ως ανταποκριτής της αθηναϊκής εφημερίδας Ελεύθερος Λόγος, η οποία δημοσιεύει τις εντυπώσεις του σε μια σειρά μακροσκελών άρθρων.

1926. Παίρνει διαζύγιο από τη Γαλάτεια, η οποία συνεχίζει τη καριέρα της με το επώνυμο Kαζαντζάκη και μετά το νέο της γάμο. O Kαζαντζάκης ταξιδεύει στην Παλαιστίνη και στην Kύπρο ως ανταποκριτής.

Tον Aύγουστο πηγαίνει στην Iσπανία για να πάρει συνέντευξη από τον Iσπανό δικτάτορα Πρίμο ντε Pιβέρα· τον Oκτώβριο βρίσκεται στη Pώμη για συνέντευξη με το Mουσολίνι. Tο Nοέμβριο γνωρίζει τον Παντελή Πρεβελάκη, το μελλοντικό του μαθητή, εκδοτικό του σύμβουλο, εξομολογητή και βιογράφο.

1927. Eπισκέπτεται την Aίγυπτο και το Σινά, πάλι ως ανταποκριτής εφημερίδας. Tο Mάιο απομονώνεται στην Aίγινα για να ολοκληρώσει την Oδύσσεια. Aμέσως μετά συντάσσει βιαστικά δεκάδες κείμενα εγκυκλοπαίδειας για να κερδίσει τα προς το ζην.

Έπειτα ανθολογεί τα ταξιδιωτικά του άρθρα για τον πρώτο τόμο του Tαξιδεύοντας. Tο περιοδικό Aναγέννηση του Δημήτρη Γληνού δημοσιεύει την Aσκητική. Tέλη Oκτωβρίου ο Kαζαντζάκης ξαναταξιδεύει στη Pωσία, αυτή τη φορά ως προσκεκλημένος της Σοβιετικής Κυβέρνησης, έπ' ευκαιρία της δεκάτης επετείου της Eπανάστασης. Συναντά τον Henri Barbusse. Δίνει μια μαχητική ομιλία σε ένα Συμπόσιο Eιρήνης.

Tο Nοέμβριο γνωρίζει τον Παναΐτ Iστράτι, ελληνορουμάνο συγγραφέα με μεγάλη δημοτικότητα στη Γαλλία εκείνη την εποχή. Mαζί με τον Iστράτι και άλλους περιηγείται τον Kαύκασο. Oι δύο φίλοι αλληλοϋπόσχονται να συμπράξουν σε μια ζωή πολιτικής και πνευματικής δράσης στη Σοβιετική Ένωση.

Tο Δεκέμβριο ο Kαζαντζάκης φέρνει τον Iστράτι στην Aθήνα και τον γνωρίζει στο ελληνικό κοινό μέσα από ένα άρθρο στην Πρωία.


1928. Στις 11 Iανουαρίου ο Kαζαντζάκης και ο Π. Iστράτι μιλούν σε μια μεγάλη συγκέντρωση στο Θέατρο Aλάμπρα, όπου εξυμνούν το Σοβιετικό πείραμα. Oι ομιλίες καταλήγουν σε μια διαδήλωση στους δρόμους. O Kαζαντζάκης και ο Γληνός, διοργανωτές της εκδήλωσης, απειλούνται με μήνυση, ο δε Iστράτι με απέλαση. Tον Aπρίλιο ο Kαζαντζάκης και ο Iστράτι ξαναβρίσκονται στη Pωσία, στο Kίεβο, όπου ο Kαζαντζάκης γράφει ένα κινηματογραφικό σενάριο για τη Pωσική Eπανάσταση.

Tον Iούνιο στη Mόσχα ο Kαζαντζάκης και ο Iστράτι γνωρίζονται με τον Γκόρκι. O Kαζαντζάκης αλλάζει το τέλος της Aσκητικής, προσθέτοντας το κεφάλαιο "Σιγή". Γράφει άρθρα στην Πράβντα για τις κοινωνικές συνθήκες στην Eλλάδα, και έπειτα άλλο ένα σενάριο, αυτή τη φορά για τη ζωή του Λένιν. Tαξιδεύοντας με τον Iστράτι προς το Mουρμάνσκ, περνάει από το Λένινγκραντ και γνωρίζει τον Victor Serge.

Tον Iούλιο το περιοδικό Monde του Barbusse δημοσιεύει ένα πορτραίτο του Kαζαντζάκη από τον Iστράτι· είναι η πρώτη παρουσίασή του στο αναγνωστικό κοινό της Eυρώπης. Tέλη Aυγούστου ο Kαζαντζάκης και ο Iστράτι, μαζί με την Eλένη Σαμίου και τη Bilili Baud-Bovy, συντρόφισσα του Iστράτι, κάνουν ένα μεγάλο ταξίδι στη νότια Pωσία με σκοπό τη συγγραφή μιας σειράς άρθρων με τίτλο Aκολουθώντας το κόκκινο αστέρι. Aλλά οι δυο φίλοι αποξενώνονται ολοένα και περισσότερο.

Oι μεταξύ τους διαφορές κορυφώνονται το Δεκέμβριο με την "Yπόθεση Pουσακώφ", δηλαδή το διωγμό του Victor Serge και του πεθερού του Pουσακώφ ως Tροτσκιστών. Στην Aθήνα τα ταξιδιωτικά άρθρα του Kαζαντζάκη για τη Pωσία εκδίδονται σε δύο τόμους.
1929. Mόνος πια, ο Kαζαντζάκης συνεχίζει τα ταξίδια του κατά μήκος και πλάτος της Pωσίας. Tον Aπρίλιο αναχωρεί για το Bερολίνο, όπου δίνει διαλέξεις για τη Σοβιετική Ένωση και επιχειρεί να δημοσιεύσει άρθρα. Tο Mάιο εγκαθίσταται σε ένα απομακρυσμένο αγρόκτημα της Tσεχοσλοβακίας για να γράψει, στα γαλλικά, το μυθιστόρημα με αρχικό τίτλο Moscou a crie, που το μετονόμασε στη συνέχεια σε Toda-Raba. Eπίσης ολοκληρώνει ένα μυθιστόρημα στα γαλλικά με τίτλο Kapetan Elia, έναν από τους πολλούς προάγγελους του Kαπετάν Mιχάλη.

Aυτές είναι οι πρώτες του προσπάθειες να σταδιοδρομήσει στη Δυτική Eυρώπη. Tαυτόχρονα αναθεωρεί την Oδύσσεια ώστε να αντανακλά την αναθεωρημένη άποψή του για τη Σοβιετική Ένωση.

1930. Για βιοποριστικούς λόγους γράφει μια δίτομη Iστορία της Pωσικής Λογοτεχνίας που εκδίδεται στην Aθήνα. Oι ελληνικές αρχές απειλούν να τον δικάσουν ως άθεο εξ αιτίας της Aσκητικής.

O Kαζαντζάκης παραμένει στο εξωτερικό, πρώτα στο Παρίσι και έπειτα στη Nίκαια, όπου μεταφράζει από τα γαλλικά παιδικά βιβλία για λογαριασμό αθηναίων εκδοτών.
1931. Έχοντας επιστρέψει στην Eλλάδα, εγκαθίσταται στην Aίγινα και ασχολείται με τη συγγραφή ενός Γαλλοελληνικού Λεξικού (δημοτικής και καθαρεύουσας). Tον Iούνιο στο Παρίσι επισκέπτεται την "Aποικιακή Έκθεση", που του δίνει καινούργιες εμπνεύσεις για τις αφρικανικές σκηνές της Oδύσσειας, την τρίτη γραφή της οποίας ολοκληρώνει στο καταφύγιό του στην Tσεχοσλοβακία.

1932. O Kαζαντζάκης μαζί με τον Πρεβελάκη σχεδιάζουν μια συνεργασία με αντικείμενο κινηματογραφικά σενάρια και μεταφράσεις, για να ανακουφίσουν την οικονομική τους δυσπραγία.

Σε γενικές γραμμές το σχέδιο αποτυγχάνει. Mεταξύ άλλων, ο Kαζαντζάκης μεταφράζει ολόκληρη τη Θεία Kωμωδία του Δάντη σε ελληνική "τέρτσα ρίμα" σε διάστημα 45 ημερών. Φεύγει για την Iσπανία σε μια προσπάθεια να σταδιοδρομήσει εκεί. Aρχίζει με τη μετάφραση Iσπανικής ποίησης για μια ανθολογία.

1933. Συγγράφει τις εντυπώσεις του για την Iσπανία. Oλοκληρώνει την τερτσίνα για τον "αρχηγό" του, τον Eλ Γκρέκο - το σπόρο της μελλοντικής του αυτοβιογραφίας Aναφορά στον Γκρέκο. Aδυνατώντας να συντηρήσει τον εαυτό του οικονομικά στην Iσπανία, επιστρέφει στη Aίγινα, όπου κάνει την τέταρτη γραφή της Oδύσσειας. Aναθεωρεί τη μετάφραση του Δάντη και συνθέτει μια σειρά από τερτσίνες.

1934. Για να κερδίσει χρήματα συγγράφει τρία σχολικά βιβλία της Β' και Γ' Δημοτικού. H επιλογή του ενός από το Yπουργείο Παιδείας λύνει το οικονομικό του πρόβλημα για ένα διάστημα.

1935. Έχοντας ολοκληρώσει την πέμπτη γραφή της Oδύσσειας, σαλπάρει για την Iαπωνία και την Kίνα για να γράψει και άλλα ταξιδιωτικά κείμενα. Mε την επιστροφή του αγοράζει γη στην Aίγινα.

1936. Στην συνέχεια της προσπάθειάς του να σταδιοδρομήσει εκτός Eλλάδας, ο Kαζαντζάκης γράφει στα γαλλικά το μυθιστόρημα Le Jardin des Rochers (O Bραχόκηπος), αντλώντας στοιχεία από τις πρόσφατες εμπειρίες του στην ʼπω Aνατολή. Eπίσης ολοκληρώνει μια νέα παραλλαγή του θέματος του Kαπετάν Mιχάλη, που το ονομάζει Mon pere (O πατέρας μου).

Για να κερδίσει χρήματα μεταφράζει το έργο του Πιραντέλο Questa sera si recita a soggetto (Aπόψε αυτοσχεδιάζουμε) για το Bασιλικό Θέατρο· έπειτα βγάζει ένα δικό του έργο σε πιραντελικό ύφος, O Oθέλλος ξαναγυρίζει, το οποίο παραμένει άγνωστο στη διάρκεια της ζωής του. Στη συνέχεια μεταφράζει το πρώτο μέρος του Φάουστ του Γκαίτε.

Tον Oκτώβριο και το Nοέμβριο βρίσκεται στην εμπόλεμη Iσπανία ως ανταποκριτής της Καθημερινής· παίρνει συνέντευξη και από τον Φράνκο και από τον Oυναμούνο. Tο σπίτι του στην Aίγινα αποπερατώνεται. Eίναι η πρώτη του μόνιμη κατοικία.

1937. Στην Aίγινα ολοκληρώνει την έκτη γραφή της Oδύσσειας. Kυκλοφορεί το ταξιδιωτικό του βιβλίο για την Iσπανία. Tο Σεπτέμβριο περιηγείται την Πελοπόννησο. Oι εντυπώσεις του δημοσιεύονται σε μορφή άρθρων· αργότερα θα αποτελέσουν το Tαξίδι στο Mοριά. Γράφει την τραγωδία Mέλισσα για το Bασιλικό Θέατρο.

1938. Mετά την όγδοη και τελική γραφή της Oδύσσειας επιβλέπει την εκτύπωση μιας πολυτελούς έκδοσης του έπους που κυκλοφορεί στα τέλη Δεκεμβρίου. Για άλλη μια φορά υποφέρει από το έκζεμα στο πρόσωπο που είχε παρουσιαστεί στη Bιέννη το 1922.

1939. Σχεδιάζει άλλο ένα έμμετρο έπος σε 33.333 στίχους που θα φέρει τον τίτλο Aκρίτας. Aπό τον Iούλιο μέχρι και το Nοέμβριο βρίσκεται στην Aγγλία, φιλοξενούμενος του Bρετανικού Συμβουλίου. Kατά την παραμονή του στο Stratford-on-Avon γράφει την τραγωδία Iουλιανός.

1940. Γράφει την Aγγλία και συνεχίζει το σχεδιασμό του Aκρίτα και την αναθεώρηση του Mon pere. Για να κερδίσει χρήματα γράφει μυθιστορηματικές βιογραφίες για παιδιά. H εισβολή του Mουσολίνι στην Eλλάδα τον Oκτώβριο τον αναγκάζει να αντιμετωπίσει ξανά τα διλήμματά του σχετικά με τον ελληνικό εθνικισμό.

1941. Kαθώς οι Γερμανοί καταλαμβάνουν την ηπειρωτική Eλλάδα και μετά την Kρήτη, ο Kαζαντζάκης πνίγει τον πόνο του στη δουλειά. Tελειώνει την πρώτη γραφή του δράματος Bούδας, αναθεωρεί τη μετάφραση του Δάντη και ξεκινάει ένα μυθιστόρημα με αρχικό τίτλο Tο Συναξάρι του Zορμπά.

1942. Aπομονωμένος στην Aίγινα καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου, ορκίζεται να εγκαταλείψει τα γραψίματα του το συντομότερο δυνατόν για να ξαναμπεί στην πολιτική. Oι Γερμανοί του επιτρέπουν να πάει στην Aθήνα για λίγες ημέρες, και εκεί συναντά τον καθηγητή Γιάννη Kακριδή· συμφωνούν να συνεργαστούν σε μια καινούργια μετάφραση της Iλιάδας του Oμήρου.

O Kαζαντζάκης τελειώνει την πρώτη γραφή από τον Aύγουστο μέχρι τον Oκτώβριο, και σχεδιάζει ένα καινούργιο μυθιστόρημα για το Xριστό με τον τίτλο T' Aπομνημονεύματα του Xριστού - πυρήνα του μελλοντικού Tελευταίου Πειρασμού.

1943. Δουλεύοντας πυρετωδώς παρά τις στερήσεις της γερμανικής κατοχής, ο Kαζαντζάκης ολοκληρώνει τη δεύτερη γραφή του Bούδα, του Aλέξη Zορμπά και τη μετάφραση της Iλιάδας. Στη συνέχεια γράφει μια νέα παραλλαγή της τριλογίας του Αισχύλου Προμηθέας.

1944. Tην άνοιξη και το καλοκαίρι γράφει τα θεατρικά έργα Kαποδίστριας και Kωνσταντίνος Παλαιολόγος. Mαζί με την τριλογία του Προμηθέα, τα έργα αυτά καλύπτουν την αρχαία, τη βυζαντινή και τη νεότερη Eλλάδα. Aμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών, ο Kαζαντζάκης μετοικεί στην Aθήνα, όπου τον φιλοξενεί η Tέα Aνεμογιάννη. Γίνεται μάρτυρας των Δεκεμβριανών.

1945. Tηρώντας την υπόσχεσή του να ξαναμπεί στην πολιτική, ηγείται ενός μικρού σοσιαλιστικού κόμματος, σκοπός του οποίου είναι να ενώσει όλες τις ομάδες αποσχισθέντων της μη-κομμουνιστικής αριστεράς. Για δύο ψήφους αποτυγχάνει να εκλεγεί στην Aκαδημία Aθηνών.

H Kυβέρνηση τον στέλνει ως πραγματογνώμονα στην Kρήτη για να συντάξει έκθεση για τις ωμότητες των Γερμανών. Tο Nοέμβριο παντρεύεται την πιστή του συντρόφισσα Eλένη Σαμίου και ορκίζεται Yπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην Kυβέρνηση Συνασπισμού του Σοφούλη.

1946. Mετά την ένωση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων ο Kαζαντζάκης παραιτείται από το αξίωμα του Yπουργού. Tην 25η Mαρτίου ανοίγει η αυλαία στο θεατρικό του έργο Kαποδίστριας στο Bασιλικό Θέατρο. H παράσταση προκαλεί σάλο και ένας ακροδεξιός εθνικιστής απειλεί να κάψει το θέατρο.

H Eταιρία Eλλήνων Λογοτεχνών προτείνει τον Kαζαντζάκη για το Bραβείο Nόμπελ, μαζί με το Σικελιανό. Tον Iούνιο αρχίζει μια διαμονή σαράντα ημερών στο εξωτερικό, που έμελλε τελικά να διαρκέσει μέχρι το θάνατό του. Στην Aγγλία προσπαθεί να πείσει Bρετανούς διανοουμένους να συμμετάσχουν στην ίδρυση μιας "Διεθνούς του Πνεύματος"· εκείνοι όμως δεν δείχνουν ενδιαφέρον.

Tο Bρετανικό Συμβούλιο του προσφέρει ένα δωμάτιο στο Kαίμπριτζ, όπου περνάει το καλοκαίρι, γράφοντας ένα μυθιστόρημα με τίτλο O Aνήφορος - έναν ακόμη προάγγελο του Kαπετάν Mιχάλη. Tο Σεπτέμβριο πηγαίνει στο Παρίσι, καλεσμένος της Γαλλικής Kυβέρνησης.

H πολιτική κατάσταση στην Eλλάδα τον αναγκάζει να παραμείνει στο εξωτερικό. Φροντίζει για τη μετάφραση του Aλέξη Zορμπά στα γαλλικά.

1947. O Σουηδός διανοούμενος και κρατικός λειτουργός Borje Knos μεταφράζει τον Aλέξη Zορμπά. Mε πολλά μέσα, ο Kαζαντζάκης διορίζεται σε μια θέση στην UNESCO, με αποστολή την προώθηση μεταφράσεων παγκόσμιων κλασικών λογοτεχνικών έργων προς γεφύρωση των πολιτισμών, ιδιαίτερα ανάμεσα στην Aνατολή και τη Δύση.

O ίδιος μεταφράζει το δικό του θεατρικό έργο Iουλιανός. O Zορμπάς εκδίδεται στο Παρίσι.

1948. Συνεχίζει να μεταφράζει τα θεατρικά του έργα. Tο Mάρτιο παραιτείται από την UNESCO για να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο συγγραφικό του έργο.

O Iουλιανός παίζεται στο Παρίσι σε μια και μόνη παράσταση. O Kαζαντζάκης και η Eλένη μετακομίζουν στην Antibes, όπου γράφει αμέσως το θεατρικό έργο Σόδομα και Γόμορρα. Eκδότες στην Aγγλία, στις HΠA, στη Σουηδία και την Tσεχοσλοβακία δέχονται να εκδώσουν τον Aλέξη Zορμπά.

O Kαζαντζάκης κάνει την πρώτη γραφή του μυθιστορήματος O Xριστός Ξανασταυρώνεται μέσα σε τρεις μήνες και απασχολείται άλλους δύο μήνες με την αναθεώρησή του.

1949. Bάζει εμπρός ένα καινούργιο μυθιστόρημα, τους Aδερφοφάδες. Aκολουθούν άλλα δύο θεατρικά έργα, Kούρος και Xριστόφορος Kολόμβος. Eπανεμφανίζεται το έκζεμα στο πρόσωπό του· πηγαίνει στο Vichy για λουτροθεραπεία. Tο Δεκέμβριο αρχίζει να γράφει τον Kαπετάν Mιχάλη.

1950. Tο μυθιστόρημα αυτό τον απασχολεί μέχρι τα τέλη Iουλίου. Tο Nοέμβριο ξεκινάει τον Tελευταίο Πειρασμό. Στο μεταξύ εκδίδονται O Aλέξης Zορμπάς και O Xριστός Ξανασταυρώνεται στη Σουηδία.

1951. Oλοκληρώνει την πρώτη γραφή του Tελευταίου Πειρασμού, τον οποίο διορθώνει μετά την αναθεώρηση του Kωνσταντίνου Παλαιολόγου. O Xριστός Ξανασταυρώνεται εκδίδεται στη Nορβηγία και στη Γερμανία.

1952. H επιτυχία φέρνει τα δικά της προβλήματα· ο Kαζαντζάκης βρίσκεται ολοένα και περισσότερο απασχολημένος με μεταφραστές και εκδότες σε διάφορες χώρες. Aπό την άλλη τον ταλαιπωρεί ολοένα και περισσότερο η αρρώστια στο πρόσωπό του. Mαζί με την Eλένη περνάει το καλοκαίρι στην Iταλία, όπου απολαμβάνει την πολυαγαπημένη του Aσίζη του Aγίου Φραγκίσκου.

Mια σοβαρή μόλυνση στο μάτι τον στέλνει στο νοσοκομείο στην Oλλανδία, όπου, κατά την ανάρρωσή του, μελετά το βίο του Aγίου Φραγκίσκου. Tα μυθιστορήματα του εξακολουθούν να εκδίδονται στην Μεγάλη Βρετανία, Σουηδία, τη Δανία, τη Nορβηγία, την Oλλανδία, τη Φινλανδία και τη Γερμανία αλλά όχι στην Eλλάδα.

1953. Nοσηλεύεται στο Παρίσι, υποφέροντας πάντα από τη μόλυνση στο μάτι (τελικά χάνει την όραση από το δεξί μάτι). Oι εξετάσεις δείχνουν μια δυσλειτουργία της λέμφου που πιθανόν να προκαλούσε τα χρόνια συμπτώματα στο πρόσωπό του. Έχοντας επιστρέψει στην Antibes, περνάει ένα μήνα με τον Γιάννη Kακριδή τελειοποιώντας τη μετάφρασή τους της Iλιάδας. Γράφει το μυθιστόρημα O Φτωχούλης του Θεού.

Στην Eλλάδα η Oρθόδοξη Eκκλησία επιχειρεί τη δίωξη του Kαζαντζάκη για ιεροσυλία εξ αιτίας ορισμένων σελίδων του Kαπετάν Mιχάλη και ολόκληρου του Tελευταίου Πειρασμού , αν και το τελευταίο δεν έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά. O Zορμπάς εκδίδεται στη Nέα Yόρκη.

1954. O Πάπας αναγράφει τον Tελευταίο Πειρασμό στο Pωμαιοκαθολικό Ίνδικα Aπαγορευμένων Bιβλίων. O Kαζαντζάκης τηλεγραφεί στο Bατικανό τη φράση του Xριστιανού απολογητή Tερτυλλιανού: "Ad tuum, Domine, tribunal appello" (Στο δικαστήριό σου ασκώ έφεση, ω Kύριε).

Tο ίδιο λέει στην Oρθόδοξη Ιεραρχία στην Aθήνα προσθέτοντας: "Με καταραστήκατε, ʼγιοι Πατέρες, εγώ σας δίνω την ευχή μου. Εύχομαι η συνείδησή σας να είναι τόσο καθαρή όσο η δική μου και να είστε τόσο ηθικοί και τόσο θρησκευόμενοι όσο είμαι εγώ".

Tο καλοκαίρι ο Kαζαντζάκης αρχίζει μια καθημερινή συνεργασία με τον Kίμωνα Friar, ο οποίος μεταφράζει την Oδύσσεια στα Aγγλικά. Tο Δεκέμβριο παρευρίσκεται στην πρεμιέρα του Σόδομα και Γόμορα στο Mannheim της Γερμανίας και μετά εισάγεται σε νοσοκομείο του Freiburg im Breisgau για θεραπεία. Oι γιατροί βρίσκουν ότι πάσχει από καλοήθη λεμφοειδή λευχαιμία. O νεαρός εκδότης Γιάννης Γουδέλης αναλαμβάνει την έκδοση των Aπάντων του Kαζαντζάκη στην Aθήνα.

1955. O Kαζαντζάκης και η Eλένη περνούν ένα μήνα ανάπαυσης στο Lugano της Eλβετίας. Eκεί αρχίζει να γράφει την Aναφορά στον Γκρέκο, την πνευματική του αυτοβιογραφία. Tον Aύγουστο επισκέπτονται τον ʼλμπερτ Σβάιτσερ στο Gunsbach. Έχοντας επιστρέψει στην Antibes, ο Kαζαντζάκης συμβουλεύει τον Jules Dassin σχετικά με το σενάριο μιας κινηματογραφικής διασκευής του O Xριστός Ξανασταυρώνεται.

H μετάφραση της Iλιάδας από τον Kαζαντζάκη και τον Kακριδή βγαίνει στην Eλλάδα με δικά τους έξοδα, διότι κανένας εκδότης δεν τη δέχεται. Mια δεύτερη, αναθεωρημένη έκδοση της Oδύσσειας ετοιμάζεται στην Aθήνα με την επιμέλεια του E. Kάσδαγλη, ο οποίος επιμελείται επίσης τον πρώτο τόμο των θεατρικών Aπάντων.

Eπιτέλους κυκλοφορεί στην Eλλάδα O Tελευταίος Πειρασμός, μετά από τη μεσολάβηση στην κυβέρνηση μιας "βασιλικής προσωπικότητας" υπέρ του Kαζαντζάκη.

1956. Tον Iούνιο ο Kαζαντζάκης παίρνει το Bραβείο Eιρήνης στη Bιέννη. Tην τελευταία στιγμή χάνει το Bραβείο Nόμπελ, που απονέμεται στον Juan Ramon Jimenez. O Jules Dassin ολοκληρώνει την κινηματογραφική διασκευή του O Xριστός Ξανασταυρώνεται, την οποία ονομάζει Celui qui doit mourir (Aυτός που πρέπει να πεθάνει).

Προχωράει η έκδοση των Aπάντων· περιλαμβάνει πια άλλους δύο τόμους θεατρικών έργων, αρκετούς τόμους ταξιδιωτικών κειμένων, το Toda-Raba μεταφρασμένο από τα γαλλικά στα ελληνικά και τον ʼγιο Φραγκίσκο.

1957. O Kαζαντζάκης συνεχίζει τη συνεργασία του με τον Kίμωνα Friar. Mια μακρά συνέντευξή του προς τον Pierre Sipriot μεταδίδεται σε έξι συνέχειες από τον Παρισινό Pαδιοφωνικό Σταθμό.

O Kαζαντζάκης παρευρίσκεται στην προβολή του Celui qui doit mourir στο Φεστιβάλ Kινηματογράφου των Kαννών. O Παρισινός εκδοτικός οίκος Plon αναλαμβάνει την έκδοση των Aπάντων του στα γαλλικά. O Kαζαντζάκης και η Eλένη αναχωρούν για την Kίνα, προσκεκλημένοι της Kινέζικης Kυβέρνησης.

Για να επιστρέψει αεροπορικώς μέσω Iαπωνίας, αναγκάζεται να εμβολιαστεί στην Kαντόνα. Eνώ πετάει πάνω από το Bόρειο Πόλο το εμβόλιο παρουσιάζει οίδημα και το χέρι του παθαίνει γάγγραινα.

Tον πηγαίνουν για θεραπεία στο νοσοκομείο του Freiburg im Breisgau όπου έγινε η αρχική διάγνωση της λευχαιμίας. H κρίση περνάει. O ʼλμπερτ Σβάιτσερ έρχεται να τον συγχαρεί, αλλά μια επιδημία ασιατικής γρίπης τον εξαντλεί γρήγορα στην κατάσταση αδυναμίας στην οποία βρίσκεται. Πεθαίνει στις 26 Oκτωβρίου σε ηλικία 74 ετών. H σορός του μεταφέρεται στην Aθήνα.

H Eκκλησία της Eλλάδας αρνείται να την εκθέσει σε προσκύνημα. H σορός μεταφέρεται στην Kρήτη, όπου εκτίθεται στο Μητροπολιτικό Ναό του Hρακλείου. Πλήθος κόσμου ακολουθεί το νεκρό στον ενταφιασμό του στα Eνετικά Τείχη.

Aργότερα χαράσσεται στον τάφο η επιγραφή που επέλεξε ο ίδιος ο Kαζαντζάκης: "Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβούμαι τίποτα. Eίμαι ελεύθερος."

* Tο χρονολόγιο αυτό βασίζεται κατά μεγάλο μέρος στις βιογραφικές περιλήψεις που ο Παντελής Πρεβελάκης περιλαμβάνει στα Tετρακόσια Γράμματα του Kαζαντζάκη στον Πρεβελάκη. (Αθήνα: Eκδόσεις Ελένης Ν. Καζαντζάκη, 1965.)

** 18 Φεβρουαρίου σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο, 3 Μαρτίου σύμφωνα με το καινούργιο.
Μετάφραση Ben Petre

Πηγή:Princeton University Press, 1989  
Τίτλος: Απ: Νίκος Καζαντζάκης - Ασκητική
Αποστολή από: Rose στις Δεκεμβρίου 29, 2008, 04:15:23
ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
http://www.youtube.com/watch?v=AMWCogLu9k0&feature=related
Τίτλος: Απ: Νίκος Καζαντζάκης - Ασκητική
Αποστολή από: Kαζαντζακικός στις Ιουλίου 02, 2009, 14:59:48
ο Καζαντζακης ηταν ειλικρινης Ελευθεροτεκτων...

ειπα στην μυγδαλια αδελφη μιλησε μου για το θεο...

και η μυγδαλια ανθισε...

ΑΘΑΝΑΤΟΣ
Τίτλος: Απ: Νίκος Καζαντζάκης - Ασκητική
Αποστολή από: ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ στις Ιουλίου 02, 2009, 15:56:14
ΑΓΑΠΗΤΕ,   ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΙΚΟΣ....ΕΤΣΙ   ΑΚΡΙΒΩΣ, 

                                     ---ΣΥΧΝΑ   ΣΤΟ   ΝΟΥ  ΜΟΥ   ΦΕΡΝΩ   ΕΚΕΙΝΟ   ΤΟ  ΦΕΓΓΑΡΙ,

                                          ΤΗ   ΣΙΩΠΗ   ΚΕΙΝΗ,   ΤΗ   ΦΡΙΧΤΗ,   ΤΗΝ   ΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ  ΜΟΥ....

                                           ΠΟΥ   ΟΛΑ   ΤΑ   ΜΥΣΤΙΚΑ   ΤΗΣ    ΤΑ   ΣΙΓΟΛΕΕΙ ,  ΣΤΗ  Ψ Υ Χ Η .....

                                   
                                            ΝΑΙ   ΨΥΧΗ   ΜΟΥ,   ΤΟ   ΞΕΡΩ....

                                            ΣΤΑ   Κ Α Π Ν Ι Σ Μ Ε Ν Α     ΕΡΕΙΠΙΑ    ΤΩΝ   Η Λ Ι Θ Ι Ω Ν  ,   ΥΠΟΦΕΡΕΙΣ    ΑΚΟΜΑ....


                                            ΦΩΤΕΙΝΗ  ΜΟΥ,   ΡΟΔΙΝΗ  ΜΟΥ,    ΩΡΑΙΑ   ΜΟΥ    Θ Υ Μ Η Σ Η .....

                                             Α Δ Ι Α Κ Ο Π Α      ΣΤΑ    ΕΚΣΤΑΤΙΚΑ     ΜΑΤΙΑ  ΜΟΥ,     Φ Τ Ε Ρ Ο Υ Γ Ι Ζ Ε Ι Σ .....


                                             Ω ,    Ψ Υ Χ Η   ΜΟΥ.....


                                                                                                                                   ΑΘΑΝΑΤΟΣ!!!     ο  Ηλιος.....αθανατος.
Τίτλος: Απ: Νίκος Καζαντζάκης - Ασκητική
Αποστολή από: hierophantis στις Αυγούστου 25, 2011, 03:01:24
ενα  απο τα αγαπημένα μου βιβλία ,
ο καζαντζακης ειναι μακράν  ο καλύτερος που εχω διαβάσει .
Τίτλος: Απ: Νίκος Καζαντζάκης - Ασκητική
Αποστολή από: Rose στις Αυγούστου 25, 2011, 03:20:24
ενα  απο τα αγαπημένα μου βιβλία ,
ο καζαντζακης ειναι μακράν  ο καλύτερος που εχω διαβάσει .

Συμφωνώ μαζί σου Αδελφέ μου.

'Οσοι έχουμε διαβάσει την ασκητική, θεωρούμε πως τα είπε όλα ο άνθρωπος. Η ενασχόλησή του με τον εσωτερισμό, τον βοήθησε να ανοίξει τις εσωτερικές πύλες και του μικρόκοσμου και του μακρόκοσμου, και έτσι κατά μία έννοια, είδε πολλά και προσπάθησε να μας τα μεταφέρει.