'Αρθρα Εσωτερισμού > Ερμητική
H Wicca,η Θεά και οι ειδήμονες
ΔΙΟς ΑΕΤΟς:
Η Wicca,η Θεά και οι ειδήμονες
Άρθρο της Σαρλότ Άλλεν
Μιλώντας ιστορικά, οι αρχαίες τελετές του κινήματος της Θεάς είναι σχεδόν σίγουρα αερολογία. Η Wicca, μερικές φορές γνωστή ως η κίνηση της Θεάς, η πνευματικότητα της Θεάς, φαίνεται ότι είναι η θρησκεία που διαδίδεται πιο γρήγορα στην Αμερική. Τριάντα χρόνια πριν μόνο μια χούφτα Wiccans υπήρχαν. Ένας ειδήμων εκτιμά ότι τώρα υπάρχουν περισσότεροι από 200.000 οπαδοί της Wicca και σχετικών νεοπαγανιστικών θρησκειών στης Ηνωμένες Πολιτείες, τη χώρα όπου ο νεοπαγανισμός, όπως πολλές άλλες τυπικές θρησκείες, ανθεί περισσότερο. Οι Wiccans, που μπορούν επίσης να αυτοαποκαλούνται Μάγισσες (το Μ κεφαλαίο χρησιμοποιείται για να τους διαχωρίσει από τα αρνητικά υπονοούμενα της λέξης, γιατί οι Wiccans ούτε λατρεύουν το σατανά, ούτε ασκούν μαύρη μαγεία, που παραδοσιακά είναι συνυφασμένη με τις μάγισσες), ή απλώς καθαρά παγανιστές (συχνά με κεφαλαίο Π), συνήθως είναι λευκοί, ανήκουν στη μεσαία τάξη, έχουν υψηλή μόρφωση και αναμιγνύονται με φιλελεύθερα και οικολογικά πολιτικά κινήματα. Περίπου το ένα τρίτο απ’ αυτούς είναι άνδρες. Υπηρεσίες των Βικανών διατηρούνται σε τουλάχιστον 15 στρατιωτικές βάσεις και πλοία των ΗΠΑ.
Πολλοί έρχονται στη Wicca μετά την ανάγνωση του “Ο Σπειροειδής Χορός: Μία Αναγέννηση της Αρχαίας Θρησκείας της Μεγάλης Θεάς” (1979), ένα μπεστ σέλερ που είναι εισαγωγή στις διδασκαλίες και τελετουργίες των Βικανών, που γράφτηκε από την Στάρχοουκ, μια Μάγισσα (ο όρος που προτιμά) από την Καλιφόρνια. Η Στάρχοουκ παραθέτει μια έντονη περίληψη της ιστορίας της Θρησκείας, εξηγώντας ότι η τέχνη της μαγείας είναι “ίσως η πιο παλιά εκστατική Θρησκεία στη Δύση” και αυτή άρχισε περισσότερο από 35.000 χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια της εποχής του Πάγου.
Οι πρώτοι οπαδοί της Θρησκείας λάτρευαν δύο θεότητες, μια από κάθε φύλο, “τη Μητέρα Θεά, τη ζωοδότρα, που δίνει ζωή σε όλα τα όντα” και “τον Κερασφόρο Θεό, έναν άνδρα κυνηγό, που πέθαινε και ανασταινόταν κάθε χρόνο”. Οι άνδρες σαμάνοι, ντυμένοι με δέρματα και κέρατα για να ταυτίζονται με το Θεό και τις αγέλες, αλλά οι ιέρειες προέδρευαν γυμνές, ενσωματώνοντας τη γονιμότητα της Θεάς. Σ’ όλη την προϊστορική Ευρώπη, οι άνθρωποι έκαναν ομοιώματα της Θεάς, μερικές φορές δείχνοντας την να γεννάει το “Θεϊκό Παιδί”, το σύντροφο της, γιο και σπόρο. Την ήξεραν σαν μια τριπλή Θεά.
Οι πιστοί της σήμερα συνήθως αναφέρονται σ’ αυτή σαν παρθένο, μητέρα, γριούλα, αλλά βασικά την βλέπουν σαν μια θεότητα. Κάθε χρόνο αυτοί οι προϊστορικοί πιστοί γιόρταζαν τους εποχιακούς κύκλους, που οδηγούσαν στις “οκτώ γιορτές του Τροχού”: τα Ηλιοστάσια, τις Ισημερίες, και τέσσερα πανηγύρια, το Ιμπλόκ (2 Φεβρουαρίου, τώρα συμπίπτει με τη Χριστιανική γιορτή των κεριών), το Μπετλάν (Πρωτομαγιά), το Λάμας (αρχές Αυγούστου) και το Σαμαίην (των Αγίων Πάντων).
Αυτή η κουλτούρα, που είναι συντονισμένη με τη φύση, σέβεται τις γυναίκες, είναι φιλειρηνική και υπέρ της ισότητας, επικράτησε στη Δυτική Ευρώπη για χιλιάδες χρόνια, έγραψε η Στάρχοουκ, μέχρι οι Ινδοευρωπαίοι εισβολείς σάρωσαν την περιοχή, φέρνοντας θεούς του πολέμου, όπλα σχεδιασμένα να σκοτώνουν ανθρώπους και τον πατριαρχικό πολιτισμό. Μετά ήρθε ο Χριστιανισμός, που τελικά διείσδυσε μέσα στην άρχουσα τάξη της Ευρώπης. Αλλά η παλιά θρησκεία έζησε συχνά με την αμφίεση της Χριστιανικής λατρείας. Από τον 14ο αιώνα, υποστήριξε η Στάρχοουκ, οι θρησκευτικές και κοσμικές αρχές άρχισαν επί 400 χρόνια μια εκστρατεία για να ξεριζώσουν την Παλιά Θρησκεία, εξοντώνοντας ύποπτους πιστούς, τους οποίους κατηγόρησαν ότι είχαν συμμαχήσει με τον διάβολο. Οι πιο πολλοί που εκτελέστηκαν ήταν γυναίκες, γενικά αυτές που ζούσαν έξω από τους κοινωνικούς τύπους, όχι μόνο ηλικιωμένες ή διανοητικά ασθενείς, αλλά επίσης μαίες, βοτανοθεραπεύτριες και φυσικά πρόσωπα με επιρροή στην κοινωνία, αυτές δηλαδή οι γυναίκες που ο ανεξάρτητος τρόπος ζωής τους θεωρήθηκε σαν απειλή. Κατά τη διάρκεια της “Φλεγόμενης Εποχής”, έγραψε η Στάρχοουκ, περίπου εννέα εκατομμύρια εκτελέστηκαν. Η παλιά Θρησκεία πήρε περισσότερο μυστικό χαρακτήρα και οι παραδόσεις της πέρασαν κρυφά σε οικογένειες και μεταξύ έμπιστων φίλων, μέχρι που ήρθε ξανά στην επιφάνεια τον 20ο αιώνα. Όπως οι αρχαίοι τους πρόγονοι, οι Wiccans λατρεύουν τη Θεά, ασκούν τη σαμανιστική μαγεία με διάφορους αβλαβείς τρόπους και γιορτάζουν τις οκτώ γιορτές ή Σάββατα, μερικές φορές γυμνοί.
ΔΙΟς ΑΕΤΟς:
Υποκείμενο μικρών διαφοροποιήσεων, αυτή η ιστορία είναι η βάση πολλών, μεγάλης φήμης, βιβλίων της Θεάς. Επίσης αναφέρεται στα γραπτά πολλών φεμινιστριών κληρικών, της Γκλόρια Στάινεμ, Μαίριλιν Φρεντς, Μπάρμπαρα Έρρενραιχ, που είναι Αγγλίδες Δρυίδες, στα οποία η καταγωγή της πατριαρχίας ή η συστηματική τρομοκρατία δυνατών ανεξάρτητων γυναικών, μέσω δικών μαγείας, είναι ιστορικά δεδομένα. Επιπλέον στοιχεία αυτής της ιστορίας καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα του διανοητικού και λογοτεχνικού οικοδομήματος των τελευταίων 100 χρόνων από τον “Χρυσό Κλώνο” του Τζέιμς Φρέιζερ και τη “Λευκή Θεά” του Ρόμπερτ Γκρέιβς, μέχρι τα μυθιστορήματα του Ντ. Λώρενς, από τα γραπτά του Γουίλιαμ Μπάτλερ Γητς και του Έλιοτ, μέχρι την Ψυχολογία του Γιούνγκ και τις δημοφιλείς σειρές της κρατικής τηλεόρασης του 1988 “Η δύναμη του Μύθου”.
Είναι πολύ πιθανό, ότι ούτε ένα στοιχείο της Ιστορίας των Βικανών είναι αλήθεια. Υπάρχουν συντριπτικά στοιχεία ότι η Wicca είναι μια φανερά νέα Θρησκεία, ένα παρασκεύασμα του 1950, επηρεασμένο από πράγματα όπως η Μασονική τελετουργία και μια έλξη του 19ου αιώνα προς τον εσωτερισμό και το μυστικισμό και ότι διάφορες υποθέσεις που παρουσιάζουν την άποψη των Βικανών για την ιστορία έχουν βαθιά ρήγματα. Επιπλέον, οι ειδήμονες γενικά συμφωνούν ότι δεν υπάρχει καμία ένδειξη, αρχαιολογική ή στις γραπτές αναφορές, ότι κάποιος αρχαίος ποτέ λάτρευε μια μοναδική αρχετυπική θεά, ένα συμπέρασμα που πλήττει καίρια τις πεποιθήσεις των Βικανών.
Στα τελευταία δύο χρόνια, δύο αξιοσέβαστοι ειδήμονες έχουν ανεξάρτητα αναπτύξει ουσιαστικά την ίδια θεωρία για την ανακάλυψη της Wicca. Το 1998 ο Φίλιπ Ντέιβις, καθηγητής θρησκειολογίας στο Πανεπιστήμιο του Πρινς Έντουαρντ Άιλαντ, δημοσίευσε το έργο “Η Θεά χωρίς μάσκα: Η άνοδος της Νεοπαγανιστικής φεμινιστικής Πνευματικότητας”, όπου υποστήριζε ότι η Wicca ήταν δημιουργία ενός Άγγλου δημόσιου υπάλληλου και ερασιτέχνη ανθρωπολόγου, ονόματι Τζέραλντ Γκάρντνερ. Ο Ντέιβις έγραψε ότι η γέννηση του κινήματος της Θεάς έγκειται στο ενδιαφέρον των Γερμανών και Γάλλων ρομαντικών κυρίως ανδρών για φυσικές δυνάμεις, κυρίως αυτές που έχουν σχέση με γυναίκες. Ο Γκάρντνερ θαύμαζε τους Ρομαντικούς και ανήκε σε μια Ροσικρουσιανή κοινωνία με το όνομα “Αδελφότητα του Κροτώνα”, μια ομάδα που είχε επηρεαστεί από μερικές μυστικιστικές ομάδες του τέλους του 19ου αιώνα, οι οποίες με τη σειρά τους ήταν επηρεασμένες από την Ελεύθερη Μασονία. Το 1950 ο Γκάρντνερ παρουσίασε μια θρησκεία, που ονόμαζε Wicca. Παρόλο που ο Γκάρντνερ ισχυριζόταν ότι είχε μάθει τη Βικανή τελετουργία από ένα παμπάλαιο Τάγμα μαγισσών, που επίσης ανήκε στην Αδελφότητα του Κροτώνα, ο Ντέιβις έγραψε ότι κανείς δεν μπόρεσε να βρει το τάγμα και ότι ο Γκάρντνερ είχε επινοήσει τους τύπους που διαλαλούσε, δανειζόμενος από τελετουργίες που δημιουργήθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα από τον διάσημο Βρετανό μυστικιστή Άλιστερ Κρόουλι και άλλους. Οι Wiccans σήμερα με τη θέληση τους έχουν ελεύθερα υιοθετήσει και εξωραΐσει τις τελετουργίες του Γκάρντνερ.
ΔΙΟς ΑΕΤΟς:
Το 1999 ο Ρόναλντ Χούτον, ένας διάσημος ιστορικός της παγανιστικής Βρετανικής θρησκείας, που διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, δημοσίευσε το “Θρίαμβο του Φεγγαριού”. Ο Χούτον είχε ενεργήσει λεπτομερή έρευνα πάνω στις γνωστές παγανιστικές πρακτικές της προϊστορίας, είχε διαβάσει τα αδημοσίευτα χειρόγραφα του Γκάρντνερ και είχε πάρει συνέντευξη με πολλούς επιζώντες σύγχρονους του Γκάρντνερ. Ο Χούτον, όπως ο Ντέιβις, δε μπορούσε να βρει τελειωτικά στοιχεία για το τάγμα από το οποίο ο Γκάρντνερ είπε ότι είχε μάθει την Αδελφότητα, και ισχυριζόταν ότι η “αρχαία θρησκεία” που ο Γκάρντνερ διακήρυσσε πως είχε ανακαλύψει, ήταν ένα συνοθύλευμα από υλικό από σχετικά νέες πηγές.
Ο Γκάρντνερ φαίνεται ότι είχε βασιστεί στη δουλειά δύο ανθρώπων: του Τσαρλς Γκόντφρι Λίλαντ, ενός ερασιτέχνη Αμερικάνου λαογράφου του 19ου αιώνα, που διακήρυσσε ότι είχε βρει μια επιζώσα λατρεία της Θεάς Αρτέμιδος στο Τούσκανι, και της Μάργκαρετ Άλις Μάρει, μιας Αγγλίδας Αιγυπτιολόγου, που η ίδια βασίστηκε στις ιδέες του Λίλαντ και αρχίζοντας το 1920, δημιούργησε ένα λεπτομερή σκελετό τελετουργίας και πίστης.
Από τη δική του πείρα ο Γκάρντνερ ενσωμάτωσε και προϊόντα της Μασονίας, όπως κάλυψη των ματιών, μύηση, μυστικότητα και βαθμούς ιεροσύνης. Ενσωμάτωσε εξαρτήματα των Ταρώ, όπως ράβδους, δισκοπότηρα και την πεντάλφα, που κλεισμένη σ’ ένα κύκλο είναι το αντίστοιχο σύμβολο του Σταυρού.
Ο Γκάρντνερ επίσης έκανε σύνθεση μερικών προσωπικών ιδιοσυγκρασιών. Μια ήταν η αρέσκεια για λεκτικούς αρχαϊσμούς. Άλλη ήταν η αίσθηση του γυμνισμού. Ο Γκάρντνερ ανήκε σε μια αποικία γυμνιστών του 1930 και όριζε ότι πολλές τελετές των Βικανών θα τελούνταν χωρίς ενδυμασία. Αυτό είναι σπάνιο, ακόμα και ανάμεσα στους μυστικιστές. Καμία αρχαία παγανιστική θρησκεία δεν είναι γνωστό, ούτε υπήρχε φήμη, ότι υπαγόρευε οι τελετές να τελούνται χωρίς ρούχα. Μερικοί νεωτερισμοί του Γκάρντνερ έχουν σεξουαλικά στοιχεία, κι ακόμα στοιχεία δουλείας και πειθαρχίας. Το τελετουργικό σεξ που ο Γκάρντνερ αποκαλούσε “η μεγάλη Τελετή” και που επίσης είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστο στην αρχαιότητα, ήταν μέρος της Τελετουργίας του Μπελτάν και άλλων γιορτών (αν και πολλοί αναπαριστούσαν την πράξη με ένα ξίφος -άλλη μια από τις κλίσεις του Γκάρντνερ- και ένα δισκοπότηρο). Άλλες τελετές γίνονταν με το δέσιμο και το μαστίγωμα των μυημένων και για να παρέχουν το “πενταπλό φιλί” στα πόδια, στα γόνατα, “στη μήτρα” (σύμφωνα με ένα Βικανό με τον οποίο μίλησα, αυτό είναι ένα σχετικά σεμνό σημείο, πάνω από το ηβικό οστό), στο στήθος και στα χείλη.
Ο Χούτον γκρέμισε αποτελεσματικά την αντίληψη που διατηρούσαν οι Wiccans και άλλοι, ότι βασικά παγανιστικά αρχαία έθιμα υπήρχαν κάτω από μεσαιωνικές Χριστιανικές τελετές. Η έρευνα του αποκαλύπτει ότι εκτός από λίγες παραδόσεις, όπως η διακόσμηση με πρασινάδες τα Χριστούγεννα, ή ο εορτασμός της Πρωτομαγιάς με λουλούδια, καμία παγανιστική λατρεία, ακόμα λιγότερο η λατρεία των παγανιστών θεών, δεν έχει επιζήσει από την αρχαιότητα. Ο Χούτον ανακάλυψε ότι σχεδόν όλες οι αγροτικές εποχιακές γιορτές, που οι λαογράφοι κάποτε θεωρούσαν σαν διαχρονικές τελετές γονιμότητας, μαζί και ο χορός της Πρωτομαγιάς, στην πραγματικότητα αρχίζουν από το Μεσαίωνα ή ακόμα από τον 18ο αιώνα. Υπάρχει τώρα ευρέως διαδεδομένη συμφωνία μεταξύ των ιστορικών, ότι ο Καθολικισμός επέτρεπε απόλυτα το νοητικό κόσμο της μεσαιωνικής Ευρώπης, που παρουσίαζε μια δυνατή λαϊκή κουλτούρα από αγίους, βωμούς, αφιερώσεις, ξόρκια και μάγια.
Η ιδέα ότι τα μεσαιωνικά όργια ήταν παγανιστικά στην καταγωγή, είναι ένα κληροδότημα της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης. Ο Χούτον ακόμα απέδειξε ότι δεν υπάρχουν στοιχεία ότι οι αρχαίοι Κέλτες ή οποιαδήποτε άλλη παγανιστική θρησκεία γιόρταζε τις 8 γιορτές του Τροχού, που είναι βασικές στην Βικανική λειτουργία.
Οι Ισημερίες φαίνεται ότι δεν έχουν τοπικά παγανιστικά πανηγύρια πίσω τους και απέκτησαν σημασία μόνο στους μυστικιστές του 19ου αιώνα. Ο Χούτον μου είπε “Ακόμα δεν υπάρχει απόδειξη ότι κάποια παγανιστική γιορτή ήταν πρόγονος του Πάσχα, μια γιορτή που οι σύγχρονοι παγανιστές γιορτάζουν σαν “Οστάρα” στην εαρινή ισημερία.
Οι ιστορικοί έχουν ανατρέψει άλλη μια βασική πεποίθηση των Βικανών: ότι η ομάδα τους έχει ένα ιστορικό διώξεων, που ξεπερνάει αυτό των Εβραίων. Το νούμερο που έθεσε η Στάρχοουκ -εννέα εκατομμύρια εκτελέστηκαν μέσα σε 4 αιώνες- προέρχεται από ένα Γερμανό ιστορικό στα τέλη του 18ου αιώνα. Το πήρε και το διέδωσε 100 χρόνια αργότερα μια Βρετανίδα φεμινίστρια, η Ματίλντα Κέιτς, και γρήγορα έγινε ευαγγέλιο των Βικανών (ο ίδιος ο Γκάρντνερ επινόησε τη φράση “οι φλεγόμενοι καιροί”). Οι περισσότεροι ειδήμονες σήμερα πιστεύουν ότι ο πραγματικός αριθμός των εκτελέσεων είναι της τάξης των 40.000.
Η πιο λεπτομερής πρόσφατη μελέτη της ιστορικής τέχνης της μαγείας είναι οι “Μάγισσες και Γείτονες” (1996), από τον Ρόμπιν Μπρίγκς, έναν ιστορικό του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Ο Μπριγκς μελέτησε τα ντοκουμέντα των Ευρωπαϊκών δικών μαγείας και συμπέρανε ότι οι πιο πολλές απ’ αυτές τοποθετούνται κατά τη διάρκεια μιας σχετικά μικρής περιόδου (1550-1630) και ήταν κατά μεγάλο μέρος περιορισμένες σε τμήματα της σημερινής Γαλλίας, Ελβετίας και Γερμανίας, που ήδη ταλανίζονταν από τις θρησκευτικές και πολιτικές ταραχές της Μεταρρύθμισης. Οι κατηγορούμενες ως μάγισσες ήταν ως επί το πλείστον φτωχές και μη δημοφιλείς, δεν συμπεριλάμβαναν ένα μεγάλο αριθμό ανεξάρτητων πνευματικά γυναικών. Οι κατήγοροι τους ήταν τυπικοί, συνηθισμένοι πολίτες (συχνά άλλες γυναίκες), όχι θρησκευτικές ή κοσμικές αρχές. Στην πραγματικότητα, οι αρχές γενικά αντιπαθούσαν τέτοιες δίκες και αθώωναν παραπάνω από τους μισούς κατηγορούμενους. Ο Μπριγκς επίσης ανακάλυψε ότι καμία από τις κατηγορούμενες ως μάγισσες, που κρίθηκε ένοχη και καταδικάστηκε σε θάνατο, δεν είχε κατηγορηθεί ειδικά ότι ασκούσε μια παγανιστική θρησκεία.
ΔΙΟς ΑΕΤΟς:
Αν οι χώροι συζήτησης του Ίντερνετ είναι κάποια ένδειξη, μερικοί Wiccans προσκολλούνται επίμονα στην ιδέα ότι είναι θύματα του θεσμού σε μεγάλη κλίμακα. Γενικά μιλώντας, ωστόσο, οι Wiccans φαίνονται ότι βολεύονται με πολλά από τα προκύπτοντα στοιχεία σχετικά με τους προγόνους τους. Π.χ. έχουν αρχίσει να θεωρούν την αρχαία τους προέλευση σαν θρύλο, που εμπνέει, παρά σαν ακλόνητη ιστορία. Στο τέλος του 1990, με την εμφάνιση του βιβλίου του Ντέιβις και μετά του Χούτον, πολλοί Wiccans άρχισαν να αναφέρονται στην ιστορία τους σαν το μύθο μιας καταγωγής και όχι σαν μια ιστορική πραγματικότητα. “Δεν κάνουμε ότι έκαναν οι Μάγισσες 100 χρόνια πριν ή 500 ή 5000 χρόνια πριν” μου είπε η Στάρχοουκ. “Δεν είμαστε μια αδιάσπαστη παράδοση, όπως οι ιθαγενείς Αμερικάνοι”. Στην πραγματικότητα, πολλοί Wiccans τώρα περιγράφουν αυτούς που παίρνουν συγκεκριμένα στοιχεία από λογοτεχνικά διηγήματα του κινήματος, σαν Wiccans φονταμενταλιστές.
Μια ακόμα περισσότερο αμφιλεγόμενη πλευρά της πρόκλησης απέναντι στα διηγήματα των Βικανών, αποτελεί η ύπαρξη της λατρείας της αρχαίας Θεάς. Ένα πρόβλημα με τη θεωρία της λατρείας της Θεάς, λένε οι ειδήμονες, είναι ότι οι αρχαίοι ήταν αυθεντικοί πολυθεϊστές. Δεν πίστευαν ότι οι πολλοί θεοί και θεές που λάτρευαν, απλώς αντιπροσώπευαν διάφορες όψεις της μιας θεότητας. Από αυτή την άποψη, ήταν σαν τους σύγχρονους ανιμιστές, που οι κοσμολογίες τους είναι γεμάτες από χωριστά πνεύματα. “Ο πολυθεϊσμός ήταν μια δεκτή πραγματικότητα”, λέει η Μαίρη Λέφκοβιτς, μια καθηγήτρια κλασσικής αρχαιότητας του κολεγίου του Wellesley. “Σε κάθε μέρος υπήρχαν βωμοί αφιερωμένοι σε διαφορετικούς θεούς. Οι θεοί και οι θεές είχαν ειδικούς τομείς δύναμης, πάνω στην ανθρώπινη δραστηριότητα. Η Αφροδίτη (Venus) ήταν θεά της αγάπης, η Άρτεμη (Diana) του κυνηγιού και της γέννησης, ο Άρης (Μars) του πολέμου, κλπ.
Κατά τον 2ο αιώνα, με το έργο του Ρωμαίου συγγραφέα Απουλήιου, υπήρχε μια θεά, η Ίσις, που ταυτίστηκε με όλες τις διάφορες θεές και δυνάμεις της φύσης. Όταν εξαπλώθηκε ο Χριστιανισμός, οι κλασικές θεότητες σταμάτησαν να είναι αντικείμενα θρησκευτικής λατρείας, αλλά συνέχισαν τη βασιλεία τους στη Δυτική λογοτεχνία και τέχνη.
Από το 1800 άρχισαν να συνδέονται με μυστικές φυσικές δυνάμεις, παρά με συγκεκριμένες ανθρώπινες δραστηριότητες. Στα γραπτά των Ρομαντικών, (π.χ. Τζον Κιτς “Ενδύμιον”), η Άρτεμη κυριαρχούσε γενικά πάνω στα δάση και στο φεγγάρι. Η “Μητέρα Γη” έγινε μια δημοφιλής λογοτεχνική θεά. Το 1849 ο Γερμανός κλασικιστής Έντουαρντ Γκέρχαρντ ισχυρίστηκε για πρώτη φορά στη νέα Δυτική ιστορία ότι όλες οι αρχαίες θεές προέρχονταν από μια προϊστορική μητέρα θεά. Το 1861, ο Ελβετός νομικός κα συγγραφέας Γιόχαν Γιάκομπ Μπαχόφεν παραδέχτηκε ότι οι πρώτοι ανθρώπινοι πολιτισμοί ήταν μητριαρχικοί. Η θεωρία του Μπαχόφεν επηρέασε μια μεγάλη τάξη διανοητών, ανάμεσα τους και τον Φρίντριχ Ένγκελς, μια γενιά Βρετανών διανοούμενων, και πιθανώς τον Καρλ Γιούνγκ..
ΔΙΟς ΑΕΤΟς:
Από τις αρχές του 1900, οι ειδήμονες γενικά συμφώνησαν ότι η μεγάλη Θεά και μητέρα γη ήταν κυρίαρχη σε αρχαίες Μεσογειακές θρησκείες και εξέπεσε μόνο όταν εθνικές ομάδες, που λάτρευαν πατέρες θεούς, κατέκτησαν τους πιστούς της. Το 1901, ο Βρετανός αρχαιολόγος Σερ Άρθουρ Έβανς ανάσκαψε το Μινωικό ανάκτορο της Κνωσού, στην Κρήτη, αποκαλύπτοντας έγχρωμες τοιχογραφίες από χορευτές ταύρων και μορφές από γυναίκες με γυμνά στήθη, που κουβαλούσαν φίδια. Από αυτά τα λιγοστά στοιχεία, ο Έβανς συμπέρανε ότι οι Μινωίτες, που κυριαρχούσαν στους Έλληνες που λάτρευαν το Δία, για μερικούς αιώνες είχαν λατρέψει τη Μεγάλη Θεά, με τις όψεις της παρθένου και μητέρας, μαζί με έναν υποτελή αρσενικό θεό, που ήταν γιος της και σύντροφος της. Κατά τη διάρκεια του 1920 και 1930, οι αρχαιολόγοι κατά την ανασκαφή παλαιολιθικών και νεολιθικών τοποθεσιών στην Ευρώπη, και ακόμα καταλύματα των Ινδιάνων στην Αριζόνα, σχεδόν αυθόρμητα ισχυρίστηκαν ότι τα γυναικεία αγαλματάκια που βρήκαν ήταν είδωλα της Μεγάλης Θεάς. Οι αρχαιολόγοι βασίστηκαν στο έργο των ανθρωπολόγων στο τέλος του 19ου αιώνα. Η πεποίθηση ότι οι άνθρωποι της λίθινης εποχής (και οι αρχικοί πρώτοι σύγχρονοι όμοιοι τους) δεν καταλάβαιναν ότι οι άνθρωποι έπαιζαν ένα ρόλο στην ανθρώπινη γέννηση, ήταν δημοφιλής μεταξύ πολλών νέων Βρετανών και Αμερικάνων ανθρωπολόγων.
Η γυναικεία γονιμότητα ήταν ένα μυστήριο, που προκαλούσε δέος και οι γυναίκες σαν οι μοναδικές πηγές της γέννησης είχαν υψηλή θέση. Αυτή η αντίληψη, ότι οι κοινωνίες των κυνηγών και συλλεκτών δεν μπορούσαν να υπολογίσουν τα πουλιά και τις μέλισσες έχει από τότε πέσει σε δυσπιστία, αλλά ήταν πολύ δελεαστική σε ανθρώπους που είχαν δυσφημιστεί στην εποχή του Βικτωριανισμού, σύμφωνα με τη Σύνθια Έλερ, μια καθηγήτρια θρησκειολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μόντκλερ Στέιτ, στο Νιου Τζέρσει, που γράφει ένα βιβλίο μ’ αυτό το θέμα.
“Ήθελαν να βρουν ένα μακάριο κομμουνισμό, μια κοινωνία όπου η αγνότητα και η μονογαμία δεν είχαν σημασία”, λέει η Έλερ. Ήταν η ίδια γενική παρόρμηση που οδήγησε τη Μάργκαρετ Μιντ στο συμπέρασμα, το 1920, ότι οι Σαμοανοί έφηβοι παραδίδονταν σε μια ελεύθερη από ενοχές επιμιξία πριν από το γάμο.
Οι αρχαιολογικές αποστολές, ακόμα και στα τέλη του αιώνα, υποστήριζαν την ιδέα της μορφής μιας μοναδικής θεάς από την αρχαιότητα. Το 1958, ένας Βρετανός αρχαιολόγος, ονόματι Τζέιμς Μέλααρτ, έκανε μια μεγάλη ανακάλυψη: ένα ηλικίας 9.000 χρόνων αγροτικό κατάλυμα, όπου κάποτε κατοικούσαν 10.000 άνθρωποι, στο Χάταλχγιόκ, ένα από τα μεγαλύτερα βουνά κοντά στη σύγχρονη πόλη Κόνγια, στη νότια Τουρκία. Ο Μέλααρτ έφερε στο φως έναν αριθμό από γυναικεία αγαλματάκια, που έκρινε ότι αναπαριστούσαν τη μητέρα θεά. Ένα ήταν ένα ακέφαλο, θηλυκού γένους, γυμνό, που καθόταν σ’ ένα κατά τα φαινόμενα θρόνο και περιστοιχιζόταν από λεοπαρδάλεις, με μια εξογκωμένη κοιλιά, που θα μπορούσε να ερμηνευτεί σαν σημάδι εγκυμοσύνης. Το κατάλυμα στο Χάταλχγιόκ δεν είχε οχυρώσεις και τα σπίτια του είχαν σχεδόν όλα το ίδιο μέγεθος, προφανώς δείχνοντας ακριβώς το είδος του μη βίαιου κοινωνικού συστήματος της ισοτιμίας, που οι οπαδοί της θεάς πιστεύουν ότι επικρατούσε. Το Χάταλχγιόκ έγινε το Σαντιάγκο της Κομποστέλα του κινήματος της Θεάς, με εκατοντάδες προσκυνητές να επισκέπτονται το κατάλυμα κάθε χρόνο. Η ενθρονισμένη γυμνή γυναίκα είναι ένα ιερό αντικείμενο του κινήματος της Θεάς.
Τα συμπεράσματα του Μέλααρτ υποστηρίζονταν από το έργο της μεταγενέστερης Μαρίγια Τζιμπούτας, μιας Λιθουανής αρχαιολόγου, που δίδασκε στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες μέχρι το 1989. Η Τζιμπούτας ειδικεύτηκε στα Νεολιθικά Βαλκάνια. Όπως ο Μέλααρτ, είχε τάση να αποδίδει θρησκευτικό νόημα στα αντικείμενα που ανακάλυπτε. Τα αποτελέσματα των ανασκαφών της στα Βαλκάνια δημοσιεύτηκαν το 1974, με τίτλο “Οι θεοί και οι θεές της Παλαιάς Ευρώπης” και άρχισε να βλέπει αναπαραστάσεις της θεάς και γυναικείων αναπαραγωγικών οργάνων (μήτρες, φαλοπιανούς σωλήνες, αμνιακό υγρό) σε μια τεράστια σειρά προϊόντων της Λίθινης εποχής, ακόμα και σε αφηρημένα σχέδια, όπως οι σπείρες και οι τελείες.
Πλοήγηση
[0] Λίστα μηνυμάτων
[#] Επόμενη σελίδα
Μετάβαση στην πλήρη έκδοση